Friday, March 13, 2015

Οι προαγωγές καθηγητών στα πανεπιστήμια με τον νέο νόμο


Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, ασχολήθηκα με μια έμμεση αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας της λειτουργίας των συμβουλίων των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ (βλ. σχετικές αναρτήσεις 1, 2 ) και εξέθεσα την δική μου προέγγιση για το θέμα την περίοδο του σχεδιασμού του νόμου (βλ. σχετική ανάρτηση).

Μια άλλη πτυχή του νόμου του 2012 που εκτιμώ ότι δεν εξελίχθη όπως είχε σχεδιασθεί, αρχικά με την κατάθεση του νόμου και στην συνέχεια με τις τροποιήσεις του και την εφαρμογή του, είναι οι εκλογές και προαγωγές καθηγητών.

Στον σχεδιασμό μου, η λογική ήταν ότι ο νομοθέτης δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην συγγραφή των προδιαγραφών για την εκλογή ή την εξέλιξη των καθηγητών. Αυτό θά έπρεπε να είναι εσωτερικό θέμα των ιδρυμάτων γιατί έχει ακαδημαϊκά και όχι πολιτικά χαρακτηριστικά. Ούτε επιτρέπεται για όλα τα πανεπιστήμια και όλες τις επιστημονικές περιοχές να υφίστανται ομοιόμορφα κριτήρια καθορισμένα κεντρικά.

Επίσης, επεδίωκα οι εκλογές και προαγωγές να γίνονται με την μεγαλύτερη δυνατή εξωστρέφεια με διεθνείς προδιαγραφές, ώστε το ελληνικό πανεπιστήμιο να βρει την θέση του στον διεθνή ανταγωνισμό και να μην περιχαρακώνεται στα ελληνικά σύνορα. Γι΄αυτό επέμενα στην συμμετοχή εκλεκτόρων από το εξωτερικό, την απαίτηση συστατικών επιστολών από το εξωτερικό κλπ.

Αυτό, εν μέρει μόνο, αποτυπώθηκε στον νόμο. Οι διαδικασίες προσαρμόσθηκαν για μια ακόμα φορά στην «ελληνική πραγματικότητα». Οι εκλέκτορες από το εξωτερικό περιορίσθηκαν μόνο σε καθηγητές ελληνικής καταγωγής, οι συστατικές επιστολές δεν είναι εμπιστευτικές ώστε να προστατεύονται οι συγγραφείς τους. Σε ορισμένα μάλιστα πανεπιστήμια απαιτείται η επίσημη μετάφρασή τους στα ελληνικά (!) (αν είναι γραμμένες στα αγγλικά) κλπ.

Επιπροσθέτως, για μια ακόμα φορά, η εφαρμογή και αυτού ακόμα του νόμου με την μορφή που ψηφίσθηκε, αποδείχθηκε κατώτερη από τις προσδοκίες. Τα πανεπιστήμια δεν προχώρησαν στην διαμόρφωση των απαιτούμενων προδιαγραφών και έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις, ισχυρές παρέες των ελληνικών πανεπιστημίων συνεπικουρούμενες από προθύμους έλληνες καθηγητές του εξωτερικού εξακολουθούν να καθορίζουν το μέλλον των νέων επιστημόνων με όχι αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια.

Στην συνέχεια, καταγράφω ορισμένες σκέψεις ως καθηγητής και όχι ως πρώην υπουργός, για το πώς έβλεπα και βλέπω τις εσωτερικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται στις εκλογές καθηγητών.

Οι ακαδημαϊκές μονάδες (τμήματα, σχολές, πανεπιστήμια) είναι χρήσιμο να έχουν διαμορφώσει γενικούς κανόνες για τις διαδικασίες εξέλιξης και εκλογής καθηγητών.

Η νομοθεσία προβλέπει τα ίδια κριτήρια για τις εξελίξεις και για τις εκλογές σε νέες θέσεις μια και οι προαγωγές μπορούν να γίνουν μόνο μέσω ανοικτής προκήρυξης. Τα στατιστικά στοιχεία όμως δείχνουν ότι το 99% των προκηρύξεων που προέρχονται από αίτηση μελών ΔΕΠ για εξέλιξη στην επόμενη βαθμίδα δεν έχουν υποψήφιο άλλον από τον ενδιαφερόμενο. Είναι επομένως χρήσιμο να υπάρχουν διαφορετικά εσωτερικά κριτήρια για τις διαδικασίες εξέλιξης από αυτά για τις διαδικασίες εκλογής σε νέες θέσεις.

Επειδή όπως φαίνεται θα περάσουν χρόνια για να προκηρυχθούν νέες θέσεις, θα επικεντρωθώ στα σχετικά με τις εξελίξεις (θα επανέλθω για τις νέες θέσεις σε άλλο κείμενο).

Οι διαδικασίες για εξέλιξη πρέπει να διασφαλίζουν κατ’ αρχήν ότι:

1. Είναι αντικειμενικές, αξιοκρατικές και δεν επηρεάζονται από τις σχέσεις μεταξύ του υπηρετούντος προσωπικού. Αυτός είναι και ο λόγος που υποστήριζα διαχρονικά ότι για την λήψη απόφασης εξέλιξης δεν θα πρέπει να συμμετέχουν μέλη ΔΕΠ του τμήματος. Ολα τα μέλη ΔΕΠ του τμήματος όμως –ανεξαρτήτως βαθμίδας- πρέπει οπωσδήποτε να διατυπώνουν την άποψή τους, η οποία να τίθεται υπ’ όψη των εκλεκτόρων και –κυρίως- να θέτουν τα γενικά κριτήρια εξέλιξης, μέσω των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, τα οποία θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα από το πρόσωπο που κάθε φορά κρίνεται.

2. Το υπό εξέλιξη μέλος ΔΕΠ θα πρέπει να έχει προσόντα που να ενισχύουν την γενικότερη ακαδημαϊκή εικόνα του τμήματος.

3. Δεν θα πρέπει να τίθενται κριτήρια à la carte, που δεν είχαν τεθεί και εφαρμοσθεί σε προηγούμενες κρίσεις, λίγο πριν από την κρίση μέλους ΔΕΠ για εξέλιξη, όσο λογικά και αν είναι αυτά και αποδεκτά στην διεθνή επιστημονική κοινότητα. Και ακόμα περισσότερο, κριτήρια τα οποία επιλέγονται επειδή είναι διαμορφωμένα με τρόπο ώστε το συγκεκριμένο μέλος ΔΕΠ να μην τα ικανοποιεί, προκειμένου αυτό να αποκλεισθεί από την περαιτέρω ανέλιξή του. Ούτε θα πρέπει τα εσωτερικά μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων αυθαιρέτως να χρησιμοποιούν δικά τους κριτήρια, ανεξάρτητα από αυτά που θα ορίσει το τμήμα. Δεν θα πρέπει επίσης ο κάθε εξωτερικός εκλέκτορας να χρησιμοποιεί δικά του κριτήρια ή τα κριτήρια του πανεπιστημίου του. Ο υποψήφιος κρίνεται για το συγκεκριμένο τμήμα και όχι για το τμήμα κάποιου από τους εκλέκτορες. Η σύγκριση βέβαια του υποψηφίου με υπηρετούντες σε άλλα τμήματα –ιδίως του εξωτερικού- είναι χρήσιμη προκειμένου να διαμορφώνεται –και να επικαιροποιείται- το κριτήριο 9 που ακολουθεί.

4. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η προαγωγή εναποτίθεται κυρίως στους εξωτερικούς εκλέκτορες όχι γιατί τα μέλη του τμήματος δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν, αλλά γιατί οι εξωτερικοί εκλέκτορες παρέχουν μεγαλύτερα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο όταν κανείς συνεργάζεται επί πολλά έτη με τον υποψήφιο στο ίδιο τμήμα). Θα πρέπει όμως οι εξωτερικοί εκλέκτορες να κρίνουν με βάση τα κριτήρια του τμήματος και όχι με βάση τα κριτήρια που ισχύουν στο δικό τους τμήμα.

5. Οι όποιες νέες απαιτήσεις και κριτήρια τίθενται για προαγωγή από μια βαθμίδα σε άλλη θα πρέπει να εφαρμόζονται μετά από εύλογο χρόνο (π.χ. μετά από μια πενταετία), ώστε τα υπό εξέλιξη μέλη ΔΕΠ να έχουν τον χρόνο να ανταποκριθούν σε αυτά. (Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο μέσος χρόνος που απαιτήθηκε για να προαχθούν όσοι ευρίσκονται στην βαθμίδα στην οποία επιθυμεί να προαχθεί ο ενδιαφερόμενος). Σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται κατά την διάρκεια της εκλογής να ζητούνται από τους υποψηφίους προσόντα, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως εκλεγέντες στις θέσεις αυτές στο πρόσφατο παρελθόν. Ετσι και θα προστατεύεται ο υποψήφιος από το nitpicking και θα εμποδίζονται ανεξήγητες διακυμάνσεις στην αυστηρότητα των κριτηρίων προαγωγής, διασφαλίζοντας συνεπακόλουθα ένα minimum standard στο τμήμα στην συγκεκριμένη βαθμίδα.

6. Όσα προσόντα προστίθενται, τα οποία μέχρι την στιγμή της κρίσης δεν είχαν απαιτηθεί από προηγούμενους υποψηφίους, θα απαιτούνται από τους υποψηφίους μόνο εφ’ όσον έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος από την σχετική απόφαση υιοθέτησής τους από το τμήμα. Κάποια από αυτά είναι καλό να τίθενται με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον πενταετίας (όπως, για παράδειγμα, δημοσιεύσεις σε περιοδικά πρώτης ποιότητας του στενού ερευνητικού ενδιαφέροντος του υποψηφίου, επίβλεψη από τον υποψήφιο διδακτορικών διατριβών που έχουν ολοκληρωθεί, ο υποψήφιος να έχει εργασθεί σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού για εύλογο χρονικό διάστημα (έστω και ως επισκέπτης καθηγητής) εφ’ όσον οι σπουδές του και η εκλογή του έχει γίνει στο ίδρυμα κ.λ.π.). Ο χρονικός ορίζοντας δηλαδή στον οποίο θα απαιτούνται τα προσόντα αυτά, θα πρέπει να είναι επαρκής για να αποκτηθούν από την στιγμή που θα έχουν υιοθετηθεί ως απαραίτητα.

7. Οι υποψήφιοι για προαγωγή, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να αλλάξουν ριζικά το επίπεδο ενός τμήματος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την πλήρωση νέων θέσεων όπου και τα κριτήρια επιλογής μπορούν και πρέπει να είναι εξαιρετικά αυστηρά. Αυτό όμως που είναι εφικτό -και πρέπει να επιδιώκεται- είναι οι υπό εξέλιξη στην επόμενη βαθμίδα να πρέπει να έχουν προσόντα τουλάχιστον αντίστοιχα με τον μέσο όρο αυτών που είχαν όσοι έχουν εξελιχθεί πριν από αυτούς στην συγκεκριμένη βαθμίδα. (π.χ. οι πέντε τελευταίοι προαχθέντες). Για να διευκολύνονται οι εκλέκτορες στο έργο τους στο θέμα αυτό, θα πρέπει τα βιογραφικά των εκλογών προηγουμένως προαχθέντων στην συγκεκριμένη βαθμίδα -όπως είχαν κατατεθεί για την κρίση στην βαθμίδα αυτή και σε ένα standard format που να επιτρέπει συγκρίσεις- αλλά και τα πρακτικά των εκλογών, να είναι διαθέσιμα σε ιστοσελίδα στην οποία οι εκλέκτορες θα έχουν πρόσβαση.

8. Έμφαση θα πρέπει να δίνεται στις απόψεις καταξιωμένων ακαδημαϊκών από το εξωτερικό (κατά προτίμηση, όχι ελληνικής καταγωγής για να αποφεύγονται φαινόμενα δημιουργίας «ελληνικών δικτύων»), με επιστημονικό έργο στο συγκεκριμένο αντικείμενο που θεραπεύει ο υποψήφιος. Η ανάγκη για έμφαση στις απόψεις αυτές δεν οφείλεται στο ότι οι Έλληνες πανεπιστημιακοί δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν. Οι επιστήμονες από το εξωτερικό όμως, που δεν έχουν προσωπικές ή «εθνικές» σχέσεις με τον υποψήφιο, διαθέτουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα εχέγγυα αμεροληψίας. Η έμφαση στην γνώμη τους δηλαδή, δεν έχει την έννοια του αποκλεισμού απόψεων των μελών ΔΕΠ του τμήματος, αλλά αυτήν της έκφρασης άποψης καταξιωμένων καθηγητών με αμερόληπτη κρίση για το κατά πόσον ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει το τμήμα.

9. Για να διευκολύνεται η διατύπωση άποψης από τους ξένους επιστήμονες, θα πρέπει το τμήμα να καθορίσει το επίπεδο, στο οποίο αυτή την στιγμή ανήκει σε σχέση με αντίστοιχα τμήματα του εξωτερικού και εκείνο στο οποίο επιδιώκει να βρίσκεται στην επόμενη πενταετία. Αυτό γιατί η όποια αξιολόγηση ενός επιστήμονα -όσον αφορά την καταλληλότητά του για την κατάληψη μίας θέσης- δεν γίνεται εν κενώ, αλλά εξαρτάται από τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί στο τμήμα στο οποίο υπηρετεί. Κάποιος μπορεί να είναι κατάλληλος για ένα τμήμα Οικονομικών στο Lancaster, στο ΟΠΑ ή στις Βρυξέλλες, αλλά ακατάλληλος για ένα τμήμα Στατιστικής στο Stanford, στο Berkeley ή στο Harvard.

10. Οι εξελίξεις στην επόμενη βαθμίδα δεν μπορεί να γίνονται επ’ ουδενί για ανθρωπιστικούς ή κοινωνικούς λόγους, ούτε βέβαια να εμποδίζονται από κακές σχέσεις του υποψηφίου με κάποιον –ή κάποιους- καθηγητές.

11. Τα μητρώα εκλεκτόρων θα πρέπει να επικαιροποιούνται διαρκώς με επιστήμονες, οι οποίοι πληρούν τις ακαδημαϊκές προϋποθέσεις και όχι ανα διετία.

12. Στο εκλεκτορικό σώμα για εξέλιξη μέλους ΔΕΠ του τμήματος, θα πρέπει, κατά την διαδικασία της εκλογής, να μεταφέρεται η άποψη του συνόλου των υπολοίπων μελών ΔΕΠ του τμήματος για τον υποψήφιο. Αυτό έχουν και την (ηθική) υποχρέωση να κάνουν και όποια μέλη ΔΕΠ του τμήματος συμμετέχουν (αν συμμετέχουν) στο εκλεκτορικό σώμα. Για να γίνει αυτό θεσμικά, ο Κοσμήτορας της σχολής θα πρέπει να συγκεντρώνει εμπιστευτικά τις απόψεις των μελών ΔΕΠ του τμήματος και να τις θέτει –επίσης εμπιστευτικά- υπ’ όψη των εκλεκτόρων κατά την διάρκεια ή πριν από την διαδικασία κρίσης.

13. Στην διαδικασία κρίσης, θα πρέπει να είναι σαφές ότι ο ενδιαφερόμενος κρίνεται με βάση την επιστημονική δραστηριότητα την οποία έχει αναπτύξει στον τομέα που δραστηριοποιείται. Με την έννοια αυτή τόσο οι εκλέκτορες, όσο και κυρίως οι επιστήμονες από τους οποίους ζητούνται συστατικές επιστολές, πρέπει να έχουν δημοσιεύσει σημαντικό έργο στο ίδιο επιστημονικό πεδίο με αυτές του ενδιαφερομένου και σε περιοδικά της ίδιας επιστημονικής περιοχής. Αν επομένως, ο υποψήφιος εργάζεται στον τομέα της Δημογραφίας ή των Ασφαλιστικών Επιστημών, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με αυτούς των οποίων η γνώμη ζητείται μέσω συστατικής επιστολής. Αυτό γιατί, αν μεν ο υποψήφιος συνεχίζει να εργάζεται στον τομέα που πάντα εργαζόταν, δεν είναι δυνατόν αυτός ο τομέας να ήταν κατάλληλος και αποδεκτός όταν εξελέγη αρχικά, αλλά πλέον να μην είναι. Το κριτήριο του αν το ερευνητικό πεδίο που δραστηριοποιείται ο υποψήφιος είναι κατάλληλο, έχει βάση και λογική όταν πρόκειται για εκλογή σε νέα θέση και όχι σε κρίσεις για εξέλιξη. Το θέμα είναι: στον τομέα που δραστηριοποιείται, είναι κατάλληλο το μέλος ΔΕΠ για εξέλιξη ή όχι; Αν πάλι το μέλος ΔΕΠ έχει αλλάξει τομέα δραστηριότητας, αλλά παραμένει εντός του ευρύτερου γνωστικού αντικειμένου του τμήματος, αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ακαδημαϊκής ελευθερίας της έρευνας – και θα πρέπει να κριθεί όχι με βάση το πόσο κοντά έμεινε στο αρχικό αντικείμενο, αλλά το πόσο ποιοτική είναι η δουλειά του, είτε στο παλιό είτε στο νέο.

14. Οι υποψήφιοι είναι καλό να μην ζητούν συστατικές επιστολές από τα μέλη ΔΕΠ του τμήματος στο οποίο ανήκουν. Η γνώμη των τελευταίων είναι εξαιρετικά σημαντική για την εξέλιξη ενός μέλους ΔΕΠ, όπως προαναφέρθηκε, αλλά θα πρέπει να έχει διατυπωθεί στον Κοσμήτορα. Οι συστατικές επιστολές είναι καλό να προέρχονται από άτομα εκτός του πανεπιστημίου και κατά προτίμηση εκτός της χώρας.

15. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να προτείνουν για συστατικές επιστολές επιστήμονες από το εξωτερικό που έχουν ερευνητική δραστηριότητα στην ίδια επιστημονική περιοχή με αυτούς και να είναι καταξιωμένοι. Η άποψη ότι αυτό δεν προβλέπεται από τον νόμο είναι κατά την γνώμη λανθασμένη. Ακόμη όμως και εάν αυτό συμβαίνει, κανείς δεν αφαιρεί από τον Κοσμήτορα ή την επιτροπή την ευχέρεια να ζητήσει γνώμη από τέτοιους επιστήμονες, την οποία θα λάβει υπ’ όψη της για την κρίση. Οι επιστολές αυτές βέβαια δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, προκειμένου οι συγγραφείς τους να αισθάνονται την άνεση να διατυπώσουν την ειλικρινή τους άποψη. Οι επιστολές θα συγκεντρώνονται από τον Κοσμήτορα και θα είναι στην διάθεση των μελών του εκλεκτορικού σώματος να τις μελετήσουν είτε με επίσκεψη στο γραφείο του Κοσμήτορα, είτε επικοινωνώντας μαζί του, χωρίς όμως να τους χορηγείται αντίγραφό τους. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχουν συστατικές επιστολές που θα επισυναφθούν στα πρακτικά, θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων οι επιστήμονες από τους οποίους ζητούνται, ότι αυτές θα είναι δημόσια διαθέσιμες και δεν θα είναι εμπιστευτικές.

16. Η απόδοση στα διδακτικά καθήκοντα του υποψηφίου θα πρέπει να λαμβάνεται ουσιαστικά υπ’ όψη κατά την κρίση. Δεν θα πρέπει απλά να γίνεται αναφορά σε αυτήν κατά την συζήτηση και στην τελική κρίση να αγνοείται. Καλώς ή κακώς, στην Ελλάδα η διδασκαλία έχει θέση εξαιρετικά σημαντική, περισσότερο από κάποια από τα κορυφαία, πρωτίστως ερευνητικά, πανεπιστήμια.

17. Για θετική κρίση, θα πρέπει να στοιχειοθετείται μία επαρκής πρόοδος ερευνητικά σε σχέση με την περίοδο τελευταίας ανέλιξης ή εκλογής του υποψηφίου.

18. Η ώρα που θα καθορίζεται η συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι όλοι οι εκλέκτορες που θα συμμετέχουν με τηλεδιάσκεψη θα μπορούν να το κάνουν. Αν η σύνδεση με εκλέκτορα, ιδίως από το εξωτερικό, αποτύχει για τεχνικούς λόγους την ημέρα της κρίσης, η διαδικασία θα πρέπει να αναβάλλεται.

19. Μεταξύ των θεμάτων που θα πρέπει να διευκρινίσουν τα κριτήρια που θα τεθούν είναι και τα εξής:

α) Ερευνητική αυτοδυναμία: Αυτή δεν προκύπτει μόνο από εργασίες με μοναδικό συγγραφέα τον υποψήφιο. Προκύπτει και εμμέσως, αν υπάρχουν εργασίες που ο υποψήφιος έχει εκπονήσει με φοιτητές του ή με σαφώς νεώτερους επιστήμονες. Έλλειψη αυτοδυναμίας υφίσταται αν στην πλειοψηφία των εργασιών του ο υποψήφιος είναι junior author.

β) Ποιότητα της ερευνητικής δραστηριότητας του υποψηφίου: Τα κριτήρια μπορούν να τεθούν σε γενικές γραμμές από το τμήμα, αλλά δεν πρέπει να ειναι πολύ συγκεκριμένα, ώστε να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Ούτε όμως πρέπει να είναι τόσο ασαφή που να επιτρέπουν στα μέλη του εκλεκτορικού σώματος να τα ερμηνεύουν κατά το δοκούν.

γ) Ερευνητικό mentoring: Από τα σημαντικότερα προσόντα που θα πρέπει να έχουν οι καταλαμβάνοντες θέσεις στις δύο ανώτερες βαθμίδες, ιδίως στην πρώτη. Μια από τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις ενός καθηγητή πανεπιστημίου είναι να μεταδίδει την πείρα και ικανότητά του για παραγωγή νέας γνώσης. Ο συνήθης τρόπος που αυτό τεκμηριώνεται διεθνώς είναι με την επίβλεψη διδακτορικών διατριβών.

Στις περισσότερες ανεπτυγμένες -ή αναπτυσσόμενες- χώρες οι νέοι διδάκτορες είναι εξαιρετικά χρήσιμοι. Κυρίως για να ανανεώνουν το δυναμικό των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, αλλά και (δευτερευόντως) για να ενισχύουν την βιομηχανία της χώρας. Αυτός είναι και ο λόγος που απαιτείται από τους καθηγητές πανεπιστημίου να επιβλέπουν την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών -αφού είναι και οι μόνοι που έχουν την ικανότητα να το κάνουν.

Δυστυχώς, η χώρα μας δεν έχει ανάγκη πολλών διδακτόρων. Οι νέες θέσεις στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα είναι ανύπαρκτες, ενώ η βιομηχανία μας δεν προωθεί την καινοτομία σε επίπεδο που να απαιτεί τις γνώσεις και τα προσόντα διδακτόρων. Έτσι, η προϋπόθεση επίβλεψης διδακτόρων κινδυνεύει να έχει ως μοναδικό στόχο την απόκτηση των απαραιτήτων «τυπικών» προσόντων από τους ενδιαφερόμενους για προαγωγή, αγνοώντας πλήρως τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης των μελλοντικών διδακτόρων. Αυτό είναι ανήθικο για τους τελευταίους. Τα τμήματα θα πρέπει να εγγράφουν υποψήφιους διδάκτορες μόνο εφ’ όσον έχει εξασφαλισθεί η πλήρης χρηματοδότηση των σπουδών τους για 3-4 χρόνια. Μόνο έτσι ο υποψήφιος διδάκτωρ θα μπορεί να αφοσιωθεί στον δύσκολο στόχο του και να έχει ελπίδες μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης.

Επειδή όμως η μετάδοση ικανότητας παραγωγής νέας γνώσης είναι απαραίτητο προσόν για την εξέλιξη σε πανεπιστημιακές θέσεις, θα πρέπει τα μέλη ΔΕΠ να ωθούνται στο να παράγουν νέους ερευνητές σε επίπεδο μάστερ (μέσω της διατριβής), ακόμα όμως και σε προπτυχιακό επίπεδο, μέσω εργασιών. (Η έρευνα σε προπτυχιακό επίπεδο είναι μια νέα διεθνής τάση της τελευταίας δεκαετίας και στην χώρα μας υπάρχουν εξαιρετικές προοπτικές υλοποίησής της λόγω της ποιότητας πολλών φοιτητών).

Είναι αυτονόητο ότι οι σκέψεις αυτές μπορούν να βελτιωθούν, επεκταθούν, διορθωθούν μετά από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.




Monday, March 02, 2015

Το "σχέδιο Πανάρετου" για την διοικητική δομή και οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Στην προηγούμενη ανάρτησή μου αναφέρθηκα στους λόγους για τους οποίους τα συμβούλια των πανεπιστημίων δεν φαίνεται να ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες όσων πίστεψαν σε αυτά.

Είναι εύλογο να τεθεί το ερώτημα: Αφού υπήρξατε ο εμπνευστής αυτού του συστήματος, γιατί τώρα διαφωνείτε;

Η απάντηση βρίσκεται στο ότι, στην δική μου πρόταση, τα συμβούλια δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό και αποκομμένο από μια ευρύτερη λογική. Δεν ήταν δηλαδή απλά "μια ακόμα διοικητική δομή".

Συνοπτικά, η δική μου προσέγγιση αναφερόταν σε μια αποκεντρωμένη τριτοβάθμια εκπαίδευση με μια πλήρη δομή ανά γεωγραφική περιοχή. (Η γεωγραφική περιοχή θα μπορούσε να είναι μια διοικητική περιφέρεια ή κάτι ευρύτερο). Στην ενιαία δομή καθε γεωγραφικής περιοχής, θα περιλαμβάνονταν τα ήδη λειτουργούντα πανεπιστήμια και ΤΕΙ της περιοχής, αλλά και τα τοπικά κολλέγια που θα ιδρύονταν εκεί, όπως επίσης και τα ερευνητικά κέντρα της περιοχής. Η δομή κάθε περιοχής (όλες δηλαδή οι μονάδες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της συγκεκριμένης περιοχής) θα εποπτεύετο από ένα μόνο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο αυτό θα ήταν η διοίκηση-ομπρέλλα για όλες τις μονάδες της περιοχής και θα αποτελούσε τον σύνδεσμο με την τοπική κοινωνία, την περιφερειακή διοίκηση και το κεντρικό κράτος. Κάθε επί μέρους μονάδα της περιοχής (πανεπιστήμιο, ΤΕΙ, κολλέγιο κ.λ.π.) θα είχε τον δικό της ακαδημαϊκό επικεφαλής (πρύτανη, πρόεδρο κ.λ.π.) που θα επέλεγε το συμβούλιο, και τα δικά του ακαδημαικά όργανα. Το κάθε συμβούλιο, σε συνεργασία με τα ιδρύματα, θα αποφάσιζε ποια τμήματα θα συγχωνεύονταν, ποια τμήματα του ΤΕΙ θα εξελίσσονταν σε πανεπιστημιακά, ποια θα μετατρέπονταν σε τοπικά κολλέγια, ποια πανεπιστημιακά τμήματα σε τμήματα ΤΕΙ, ποια θα καταργούνταν κ.λ.π. Ετσι δεν θα υπήρχε ανάγκη ούτε για κεντρικά διαμορφωμένο σχέδιο Αθηνά Ι (ή ΙΙ), με τις πολιτικές συναλλαγές που παρατηρήθηκαν. Δεν θα είχαν επίσης ιδρυθεί τόσα νέα αμφίβολης ποιότητας ερευνητικά κέντρα στην περιφέρεια με κριτήριο τις σκοπιμότητες πολιτικών παραγόντων. Τα χρήματα του ΕΣΠΑ εξάλλου στις περιφέρειες για την έρευνα θα είχαν αξιοποιηθεί πολύ καλύτερα.
Ουσιαστικά δηλαδή, η ενιαία τριτοβάθμια εκπαίδευσης κάθε περιοχής θα εξαρτιόταν πράγματι από τις τοπικές ανάγκες και όχι από τις καλές ή κακές σχέσεις των τοπικών βουλευτών και δημάρχων με τον υπουργό παιδείας.

Η κρατική χρηματοδότηση θα γινόταν σε επίπεδο περιφέρειας και κεντρικής μονάδας. Τα συμβούλια θα αποφάσιζαν για την κατανομή της στις επί μέρους μονάδες. Επίσης, στις επί μέρους μονάδες κάθε περιοχής θα υπήρχε δυνατότητα εσωτερικής κινητικότητας των νέων που ολοκλήρωναν τον ένα κύκλο σπουδών σε επόμενο στο ίδιο ή σε άλλο ίδρυμα με κανόνες και προϋποθέσεις που θα διαμόρφωνε το συμβούλιο. (Η εισαγωγή στα τοπικά κολλέγια θα γινόταν χωρίς εξετάσεις με κανόνες που θα έθεταν τα συμβούλια). Στα συμβούλια θα συμμετείχαν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, και οι ακαδημαϊκοί επικεφαλής των επί μέρους μονάδων.

Η προσέγγιση αυτή δεν αφορούσε μόνο διοικητικές δομές. Πυρήνας της ήταν η προοδευτική άποψη για αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και διάρρηξη του σφικτού εναγκαλισμού των ιδρυμάτων με το υπουργείο παιδείας.

Η δομή αυτή δεν ήταν δικής μου επινόησης. Δεν είμαι εφευρέτης εκπαιδευτικών συστημάτων, ούτε ποτέ ήμουν. Απλά, μελετούσα και μελετώ τις πρακτικές που υφίστανται στο εξωτερικό προσπαθώντας να εντοπίσω τα πλεονεκτήματά τους και τις αδυναμίες τους. Είχα πάρει στοιχεία από αντίστοιχες επιτυχημένες δομές σε άλλες χώρες (π.χ. σύστημα πανεπιστημίου Καλιφόρνιας, Ελβετικά πολυτεχνεία και ερευνητικά ιδρύματα του συστήματος ETH, πανεπιστήμιο του Λονδίνου, City University of New York (CUNY) κ.λ.π). Ολα αυτά τα πανεπιστήμια τα είχα επισκεφθεί και είχα ανταλλάξει απόψεις με τους επικεφαλής τους προκειμένου να αντιληφθώ τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες καθενός. Ήταν άλλωστε περίπου και η πρόταση της διεθνούς συμβουλευτικής επιτροπής που είχα ορίσει για τον σκοπό αυτό.

Από την δική μου πρόταση, διατηρήθηκε τελικά στον νόμο η έννοια του συμβουλίου και μερικές αρμοδιότητές του. Η δική μου προσέγγιση, όμως, περιελάμβανε και άλλα θέματα που θα συνοψίσω σε επόμενη ανάρτηση. Εκεί θα αναφέρω και τις μεταβολές στις υπόλοιπες δικές μου απόψεις που υιοθετήθηκαν μεν (όπως τα συμβούλια), αλλά αλλοιώθηκαν (π.χ. εκλεκτορικά σώματα, επώνυμες έδρες, αξιολόγηση κ.λ.π.).

Δυστυχώς, η "προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα" που ξεκίνησε με την κατάθεση του νόμου το 2011 και συνεχίσθηκε το 2012 και το 2013 μετάλλαξε με ουσιαστικό τρόπο το DNA της αρχικής μου πρότασης, αλλοιώνοντας την ουσία των αλλαγών και ευνουχίζοντας τις νέες δομές.


Η ατυχία της προσαρμογής των Συμβουλίων Διοίκησης Πανεπιστημίων στην Ελληνική πραγματικότητα

Η εκπεφρασμένη άποψη της κυβέρνησης για την κατάργηση των συμβουλίων διοίκησης των πανεπιστήμιων επαναφέρει στην επικαιρότητα την ανάγκη αξιολόγησής τους.

Λίγοι είναι εκείνοι που ισχυρίζονται σήμερα ότι τα συμβούλια, με την μορφή που πήραν, πέτυχαν τον στόχο για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη (και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στην Ελλάδα) ήταν η δημιουργία ενός ακόμα γραφειοκρατικού μηχανισμού στην ήδη επιβαρυμένη γραφειοκρατία του πανεπιστημίου. Μιας γραφειοκρατίας μάλιστα ανταγωνιστικής με ένα άλλο πυλώνα διοίκησης (πρυτάνεις).

Φοβάμαι ότι η διαμόρφωση των συμβουλίων με την μορφή που έχουν σήμερα, έχει δυστυχώς περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των υποστηρικτών τους. Ακόμη και αρκετά από τα μέλη των συμβουλίων είναι απογοητευμένα από την λειτουργία τους, όχι γιατι δεν είχαν διάθεση να προσφέρουν, αλλά γιατί έχουν αντιληφθεί το αδιέξοδο του εγχειρήματος. Υπάρχει ακόμα μια ασθενής υποστήριξη από ΜΜΕ που παραδοσιακά υποστηρίζουν καινοτομίες, χωρίς όμως να καταλαβαίνουν πλήρως την σημασία τους.

Η αδυναμία λειτουργίας των συμβουλίων οφείλεται στην δομή τους, στην σύνθεσή τους και στις αρμοδιότητες τους. Η έλλειψη σαφούς ιεραρχικής δομής διοίκησης και σαφών προδιαγραφών λειτουργίας και αρμοδιοτήτων των συμβουλίων χωρίς επικαλύψεις με αυτές του πρυτάνεως, έδωσαν στην κοινή γνώμη την εικόνα ότι αυτά αναλώθηκαν σε ανταγωνισμούς με τους πρυτάνεις, σε διαμαρτυρίες προς το κράτος και σε συναγωνισμό με τους πρυτάνεις σε εκκλήσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι μια προ έτους κατάληψη πανεπιστημίου όπου το συμβούλιο έκανε έκκληση προς τον υπουργό παιδείας για να λειτουργήσει το πανεπιστήμιο (λόγω έλλειψης σαφούς αρμοδιότητας στο θέμα), ο δε υπουργός παιδείας έκανε έκκληση προς τον πρύτανη για τον ίδιο σκοπό. Με εκκλήσεις φυσικά δεν λύνονται τα προβλήματα των πανεπιστημίων.

Βασική αιτία της αδυναμίας των συμβουλίων να επιτελέσουν την αποστολή τους τους ήταν, κατά την γνώμη μου, η αλλαγή του σχεδίου νόμου μετά την αποχώρησή μου από το υπουργείο παιδείας (και πολύ περισσότερο μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 2012). Αυτό δηλαδή που κάποιοι χαρακτήρισαν ως "προσαρμογή των συμβουλίων στην Ελληνική πραγματικότητα". Η "προσαρμογή" αυτή δεν είχε καμιά σχέση με το σκεπτικό που ισχύει για τα συμβούλια των πανεπιστημίων σε όλα τα μέρη του κόσμου.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνω ότι στο δικό μου σχέδιο τα συμβούλια διοίκησης ήταν μέρος μια γενικότερης αλλαγής της δομής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που τελικά δεν υιοθετήθηκε. Η δομή αυτή περιγράφεται περιληπτικά σε ξεχωριστή ανάρτηση.

Ας επικεντρωθούμε όμως στα συμβούλια.

Ο λόγος που τα συμβούλια διοίκησης υιοθετήθηκαν κατ’ αρχήν στις ΗΠΑ και στην συνέχεια εξαπλώθηκαν σε όλο τον κόσμο, ήταν για να υπάρχει λογοδοσία του πανεπιστημίου στην κοινωνία και να αποτελούν τον συνδετικό κρίκο του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με την κοινωνία. Τα συμβούλια δηλαδή, λειτουργούν ως ο συνδετικός κρίκος της κοινωνία με μια δομή (πανεπιστήμιο) που λειτουργεί -και πρέπει να λειτουργεί- με τους δικούς του κανόνες. Οι πολίτες χρηματοδοτούν τα πανεπιστήμια μέσω της φορολογίας και απαιτούν από αυτά να λειτουργούν αποτελεσματικά για να προσφέρουν μόρφωση στους νέους και να εξελίσσεται την έρευνα.

Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές χώρες του εξωτερικού –κυρίως στην Ευρώπη- την ευθύνη εποπτείας των πανεπιστημίων είχε ο υπουργός παιδείας, ως ο εκπρόσωπος μιας λαοπρόβλητης και δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Σωστή, κατ’ αρχήν, λογική. Στην πράξη όμως αποδείχθηκε ότι η σχέση υπουργείου-πανεπιστημίων μεταβλήθηκε σε μια σχέση αμοιβαίων εξυπηρετήσεων και σχέσεων "στοργής" μεταξύ δύο εξουσιών (υπουργού-πρυτάνεων). Δεν είναι τυχαίο ότι το υπουργείο στην χώρα μας, με εξαίρεση την περίοδο 2009-2011, ουδέποτε ασχολήθηκε με σοβαρά προβλήματα εσωστρέφειας των πανεπιστημίων (π.χ. οικογενειοκρατία, λογοκλοπή κ.λ.π.), παρά το ότι είχε αυτή την υποχρέωση από τον νόμο και από το σύνταγμα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου κοινωνικές δομές λειτουργούν με χρηματοδότηση από τον φορολογούμενο, ο ίδιος ο φορολογούμενος αξιολογεί είτε άμεσα (διά της ψήφου του), είτε έμμεσα (διά των αντιπροσώπων του) την λειτουργία των δομών αυτών. Τα πανεπιστήμια αποτελούν όμως μία ειδική κατηγορία, γιατί ο τρόπος λειτουργίας τους και η δυνατότητά τους να αποδώσουν αυτό που αναμένει η κοινωνία δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί και να αξιολογηθεί από τους πολίτες. Το συμβούλιο διοίκησης λοιπόν δημιουργήθηκε για να παίζει ακριβώς αυτόν τον ρόλο. Χωρίς να παρεμβαίνει στο micromanagement των ακαδημαϊκών θεμάτων, έχει επιφορτισθεί με την υποχρέωση να διασφαλίζει ότι τα πανεπιστήμια κάνουν αυτό που περιμένει ο φορολογούμενος.

Τι έγινε τελικά στην Ελλάδα;

Προκειμένου να "προσαρμοστεί η λογική των συμβουλίων στην ελληνική πραγματικότητα", αποφασίσθηκε όπως η πλειοψηφία των μελών τους να είναι καθηγητές των ιδίων των ιδρυμάτων, που εκλέγονται μάλιστα από τους συναδέλφους τους καθηγητές. Οι ίδιοι, στην συνέχεια, εκλέγουν την μειοψηφία των μελών του συμβουλίου από εξωτερικά μέλη. Στην πράξη, αυτό που συνέβη στην Ελλάδα είναι ότι τα εξωτερικά μέλη που επελέγησαν είναι κατά τεκμήριο καθηγητές από ξένα πανεπιστήμια ή συνταξιούχοι καθηγητές ελληνικών πανεπιστημίων. Έχουμε δηλαδή ουσιαστικά συμβούλια αποτελούμενα από καθηγητές που έχουν εκλογική βάση από την ίδια δεξαμενή από την οποία προέρχεται η εκλογική βάση του πρύτανη (ο οποίος επίσης εκλέγεται από τους καθηγητές σε διαφορετική στιγμή). Επιπροσθέτως, δημιουργήθηκαν δύο παράλληλες διοικητικές δομές εξουσίας (συμβούλιο-πρύτανης) με ασαφή διαχωρισμό αρμοδιοτήτων και με νομιμοποίηση από την ίδια δεξαμενή εκλογικού σώματος (τους καθηγητές του πανεπιστημίου). Αυτό ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει σε συγκρούσεις. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εσωτερικά μέλη των συμβουλίων υπήρξαν στο παρελθόν (ή έγιναν στην συνέχεια) υποψήφιοι πρυτάνεις στο ίδιο ίδρυμα, γεγονός που αποδεικνύει την ασάφεια διαχωρισμού στόχων ευθυνών και αρμοδιοτήτων. Αυτό από μόνο του αποτελεί την ισχυρότερη επιβεβαίωση της αποτυχίας του δυϊκού αυτού συστήματος εξουσίας. (Δεν ήταν τυχαία και η αλλαγή του όρου από "συμβούλια διοίκησης" σε απλά "συμβούλια").

Στην θολούρα αυτή, πήγε χαμένη και η δυνατότητα των εξωτερικών μελών των συμβουλίων που ήταν καθηγητές στο εξωτερικό, να συμβάλλουν στην εξωστρέφεια των πανεπιστημίων. Οι καθηγητές αυτοί, κατά τεκμήριο, δεν έχουν εμπειρίες από την λειτουργία συμβουλίων διοίκησης. (Οι καθηγητές στα πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν έχουν καμιά επαφή με τα συμβούλια των πανεπιστημίων τους - και δεν υπάρχει λόγος να έχουν). Εχουν, όμως, μεγάλη ακαδημαϊκή εμπειρία. Αυτή, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να μεταφερθεί εδώ, λόγω αρμοδιοτήτων. Ετσι, η σημαντικότερη συνεισφορά που θα μπορούσαν να έχουν στην αναγκαία εξωστρέφεια των πανεπιστημίων δεν αξιοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται και το ερώτημα για τις μελλοντικές προθέσεις της κυβέρνησης. Η διαπίστωσή της για την αδυναμία λειτουργίας των συμβουλίων με την σημερινή τους μορφή είναι κατά την γνώμη μου σωστή. Ποια όμως πρέπει να είναι η συνέχεια; Η κατάργησή τους ή η βελτίωσή τους;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένη με την απάντηση στο εξής ερώτημα: Δέχεται η κυβέρνηση κατ’ αρχήν την ανάγκη να υπάρχει ένα όργανο εντός του πανεπιστήμιου, που να λειτουργεί ως σύνδεσμος με την κοινωνία ή θεωρεί ότι το υπουργείο παιδείας είναι ο κατάλληλος φορέας για τον σκοπό αυτό και, επομένως, θα επιστρέψουμε στην παλαιά λογική του πρυτάνεως, ο οποίος αναφέρεται μόνο και εξαρτάται αποκλειστικά από τον υπουργό παιδείας;

Η θέση της κυβέρνησης στα ερωτήματα αυτά είναι ουσιαστικής σημασίας για να αντιληφθούμε ποιά θα είναι τα επόμενα βήματα.