Οι παράμετροι που παίρνει υπ’ όψη του κάθε πολίτης πριν αποφασίσει τι θα ψηφίσει σε εκλογές ή σε δημοψηφίσματα είναι πολλές. Οι περισσότερες σχετίζονται με προσωπικά θέματα (θέματα που απασχολούν τον ίδιο τον πολίτη, τα οικονομικά του, την οικογένειά του κ.λ.π.). Υπάρχουν όμως και τα γενικώτερα «μακροσκοπικά ζητήματα» που ο πολίτης έχει υποχρέωση να λάβει υπ’ όψη του, ανεξάρτητα από την έμφαση με την οποία αυτό θα γίνει.
Το δημοψήφισμα, έχει μία ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις
εκλογές. Στο δημοψήφισμα, ο πολίτης υποχρεώνεται να απαντήσει με τα δεδομένα
της στιγμής για θέματα που μπορεί να επηρεάσουν την ζωή του, αλλά και την ζωή
των μελλοντικών γενεών καθοριστικά.
Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα που έχει αναγγείλει η
κυβέρνηση έχει αυτά τα στοιχεία στην ακραία τους μορφή.
Στην χώρα μας, για ακόμα μία φορά θα συγκρουσθούν δύο
προσεγγίσεις που μας ταλανίζουν ιστορικά ως έθνος. Αυτή του συναισθήματος και
του ψυχισμού με αυτήν της νηφάλιας λογικής.
Ως Έλληνες, είμαστε μαθημένοι στο ΟΧΙ και είμαστε
υπερήφανοι όταν μας δίνεται η ευκαιρία να το διατυπώσουμε. Έχουμε παράδοση να
επαναστατούμε και όχι να υποτασσόμεθα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση και με όσα
έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, ο καθένας από εμάς θέλει να πει ένα «ΟΧΙ,
παρατάτε μας πια», παρά ένα ΝΑΙ που όπως όλα δείχνουν θα επιβαρύνει μία ήδη
κακή κατάσταση.
Ας ξεκινήσουμε από τα αντικειμενικά δεδομένα: Εκτιμώ
ότι είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως η πρόταση των δανειστών θα βελτιώσει τα
πράγματα για την Ελλάδα ή για την Ευρώπη. Το πιθανότερο είναι ότι τα πράγματα
θα χειροτερέψουν σταδιακά και για τις δύο πλευρές.
(Φοβάμαι ότι η
παρούσα λογική στην ΕΕ είναι ας βρούμε
τώρα μία λύση και άστο γι’αργότερα – επίσης η ακραία πόλωση που έχει
δημιουργηθεί δεν επιτρέπει στην κάθε
πλευρά να δει τα πράγματα νηφάλια, να μάθει από τα λάθη της, και να προχωρήσει
διαφορετικά, και σ’αυτό έχουν ευθύνη και οι δύο πλευρές.)
Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν και οι απόψεις
κορυφαίων προοδευτικών οικονομολόγων (π.χ. Στίγκλιτς, Κρούγκμαν). Οι
οικονομικές τους αναλύσεις για τα μνημόνια και για το οικονομικό μέλλον σε
σχέση με την πρόταση των δανειστών είναι πολύ πειστικές και τεκμηριωμένες. Εξ άλλου
δεν χρειάζεται κανείς να δει και να μελετήσει πολλά πράγματα για να οδηγηθεί
στο συμπέρασμα ότι οι μέχρι τώρα πρακτικές που εφαρμόσθηκαν με βάση τις απόψεις
των δανειστών απέτυχαν.
Επίσης, εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα θα μπορούσε
να πει κανείς ότι χρειάζεται ενα restart, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την
Ευρώπη. Και αυτό θα μπορούσε να προκληθεί με ένα δυνατό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα.
Εδώ όμως αρχίζουν οι δυσκολίες: Όταν κανείς βρίσκεται
μακριά από το πρόβλημα είναι εύκολο, αλλά επικίνδυνο να προχωρήσει πέρα από την
ανάλυση (η οποία είναι λογική) σε συστάσεις. Π.χ., ο Κρούγκμαν και ο Στίγκλιτς
προτείνουν στους Έλληνες να ψηφίσουν ΟΧΙ. Ο τελευταίος, μάλιστα, προχωρά
παραπέρα και λέει ότι θα ψήφιζε ο ίδιος OXI. Πώς μπορεί να το πεί αυτό όμως
όταν η άποψή του εκ των πραγμάτων στηρίζεται σε μακροσκοπικά μεγέθη, χωρίς να έχει
ο ίδιος προσωπικό διακύβευμα; Ο Στάλιν
είχε πεί ότι ένας θάνατος είναι μια τραγωδία, αλλά ένα εκατομμύριο θάνατοι είναι
μία στατιστική. Θέλω να πώ ότι για τους ίδιους αυτούς αναλυτές, όπως και για
άλλους στο εσωτερικό (στους οποίους αναφέρομαι παρακάτω), το αποτέλεσμα αυτής
της ψήφου δεν θα έχει καμιά επίδραση σε προσωπικό επίπεδο, όποιο και να είναι. Το ίδιο ίσως συμβαίνει και με όσους από εμάς
είμαστε κάποιας ηλικίας και ανοιχτόμυαλα είμαστε διατεθειμένοι να εξετάσουμε το
ενδεχόμενο ότι ένα ΟΧΙ θα ήταν ίσως βραχυπρόθεσμα άσχημο για εμάς τους ίδιους,
αλλά καλύτερο για τις επόμενες γενεές.
Ας σκεφθούμε όμως τι σημαίνει αυτή η σύσταση σε
κάποιον τριαντάρη που είναι άνεργος ή ενδεχομένως έχει μία προσωρινή απασχόληση
με πολύ χαμηλό εισόδημα που του επιτρέπει να περνά καθημερινά με την βοήθεια,
όμως, από τους γονείς του. Κάποιον, ο οποίος δεν έχει φταίξει σε τίποτα για να
φτάσει η χώρα εδώ που βρίσκεται. Πώς μπορεί κανείς να ζητήσει από αυτόν να κάνει
μία θυσία για τα παιδιά του όταν κανείς δεν του εξηγεί ποια θα είναι η εξέλιξη
των πραγμάτων εάν η γνώμη του είναι ΟΧΙ; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο ίδιος δεν
ξέρει καν αν και πότε θα αποκτήσει παιδιά γιατί τα δεδομένα του δεν του
επιτρέπουν να ξεκινήσει μια οικογένεια.
Οι ιδιοι προβληματισμοί ισχύουν και για συνταξιούχους
μεγάλης ηλικίας με μικρή σύνταξη. Ποιά είναι γι’ αυτούς η μακροπρόθεσμη ωφέλεια
ενός ΟΧΙ; Βραχυπρόθεσμα, μοιάζει όμως να είναι σαν θανατική καταδίκη.
Μια και έχει γίνει πολύ της μόδας στην παρούσα κρίση
το game theory, εγώ θα αναφερθώ σε μια συγγενή
επιστημονική περιοχή, αυτή της θεωρίας αποφάσεων (decision theory). Εκεί οι αποφάσεις και οι
στρατηγικές στηρίζονται στο ρίσκο που αντιστοιχεί στην κάθε μία. Διαφορετικό το
ρίσκο μακροσκοπικά για μία κυβέρνηση. Διαφορετικό το ρίσκο για κάθε
συγκεκριμένο πολίτη. Και σίγουρα διαφορετικό για τους ασφαλείς αναλυτές. Για
τους τελευταίους, το ρίσκο είναι ακριβώς μηδέν, και σε αυτή την ακραία
περίπτωση οποιαδήποτε απόφαση είναι βέλτιστη (decision theory is easy under
zero risk!).
Σχεδόν μηδενικό ρίσκο έχουν και πολύ υποστηρικτές του
ΟΧΙ στην Ελλάδα που λόγω της οικονομικής τους κατάστασης και του διεθνούς
χαρτοφυλακίου τους δεν θα υποστούν σε μεγάλο βαθμό προσωπικές συνέπειες αν
επικρατήσει το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της Κυριακής.
Εν κατακλείδει, η επιλογή του ΟΧΙ στηρίζεται σε κάποια
σοβαρά επιχειρήματα από μακροσκοπικής απόψεως, πρώτιστα δεδομένου ότι η παρούσα
συνταγή δεν έχει πετύχει. Αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολη απόφαση σε προσωπικό επίπεδο.
Πέραν τούτου, υπάρχουν και άλλα ζητήματα, τα οποία
δυσκολεύουν κάθε καλοπροαίρετο πολίτη στην απόφασή του: ας υποθέσουμε ότι
ψηφίζουμε ΟΧΙ, απορρίπτοντας την συνταγή που απέτυχε. Ποια συνταγή εν τέλει
υιοθετούμε; Είναι καλύτερη;
Δεν είναι καν σαφές σε σχέση με τι θα ψηφίσουμε. Ο
καθένας δίνει μία ερμηνεία. Άλλη ερμηνεία δίνει η κυβέρνηση, άλλη οι δανειστές,
άλλη τα κόμματα. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο της
πραγματικής ερμηνείας και της εφαρμογής του αποτελέσματος. Ειδικά για το ΟΧΙ
που υποστηρίζει η κυβέρνηση. Γνωρίζει κανείς, ή έστω και η ίδια, πώς θα το
διαχειρισθεί; Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το ΟΧΙ δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο
όπως σε άλλες περιόδους της ιστορίας. Και φυσικά η διαχείρισή του δεν εξαρτάται
αποκλειστικά από την ίδια την κυβέρνηση. Για παράδειγμα, στο δημοψήφισμα για
την βασιλεία, το ΟΧΙ σήμαινε απομάκρυνση του βασιλιά. Αν ο ίδιος δεν το έκανε,
το κράτος και η κυβέρνηση είχαν τον τρόπο να εφαρμόσουν την απόφαση της
πλειοψηφίας.
Είναι λοιπόν δύσκολο να ψηφίσει κανείς για κάτι, για
το οποίο υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις. Ο πολίτης σχεδόν καλείται να
ερμηνεύσει ο ίδιος το ερώτημα, να κάνει τις προβλέψεις και εικασίες του για το
τι σημαίνει, και ύστερα να απαντήσει. Φαντασθείτε σε ένα θέμα εξετάσεων ο
εξεταζόμενος να μην ξέρει ποιά είναι τα δεδομένα, αλλά να καλείται να εικάσει ποια
είναι και να απαντήσει αναλόγως.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω την διαφορά του
δημοψηφίσματος αυτού από το προταθέν από τον Γ. Παπανδρέου το 2011. Τότε, το
ερώτημα ήταν σαφές, είχε ήδη γίνει μία αναλυτική συμφωνία και ήταν το
αποτέλεσμα της συμφωνίας που θα ετίθετο σε δημοψήφισμα. Επίσης, η τότε κυβέρνηση
υποστήριζε την αποδοχή της συμφωνίας αυτής και επομένως θα ήταν η ίδια που θα διαχειριζόταν
το αποτέλεσμα. Θα επρόκειτο για μια δημοκρατική νομιμοποίηση στο ΝΑΙ και όχι
στο ΟΧΙ. Πολλοί που επικαλούνται την δημοκρατική ευαισθησία τους, δυστυχώς την
είχαν χάσει κάπου στα βάθη της ψυχής τους το 2011, και την επικαλούνται τώρα à la carte. (Αυτό δεν ισχύει μόνο για το
δημοψήφισμα, αλλά και για τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου).
Αυτό που με προβληματίζει σφόδρα επίσης είναι η ακραία
επίκληση στο συναίσθημα, την οποία ανέφερα και νωρίτερα. Η κυβέρνηση ζητά από
τους πολίτες να είναι νηφάλιοι, η ρητορική της όμως αναμοχλεύει πάθη και
δημιουργεί θυμό και αγανάκτηση (ήδη από το 2010). Ο ίδιος ο ΠΘ ανέφερε ότι «δεν
θέλω να είμαι ένας ταπεινωμένος πρωθυπουργός». Μπορεί όμως ο προσωπικός εγωϊσμός
του αρχηγού να είναι πάνω από το συμφέρον του έθνους; Μπορεί ο θυμός να
προηγείται της λογικής;
Παραπάνω, αναφέρθηκαν βάσιμοι λόγοι που αποτελούν
μέρος μόνο μιας επιχειρηματολογίας που με συναισθηματικά κριτήρια κανείς θα
ψήφιζε ΟΧΙ. Με λογικά κριτήρια και μακροοικονομικούς όρους, επίσης, κάποιος που
το αποτέλεσμα δεν θα τον έθιγε προσωπικά, θα είχε σοβαρά επιχειρήματα υπέρ του ΟΧΙ.
Όταν όμως νηφάλια σκεφθεί κανείς εκείνους που θα
θιγούν πραγματικά και άμεσα από το αποτέλεσμα ενός ΟΧΙ, όπως επίσης και το
«μετέωρο βήμα του πελαργού» που προκύπτει μετά από το ΟΧΙ, είναι δύσκολο να
υποστηρίξει την υπερψήφισή του, και μάλιστα δημόσια. Πολλώ δεν μάλλον να
συστήσει σε άλλους να το κάνουν.
Ελπίζω ότι τελικά θα βρεθει μια κοινά αποδεκτή λύση
μέχρι την Κυριακή με τους δανειστές ώστε τα διλήμματα να εκλείψουν.