Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, ασχολήθηκα με μια έμμεση αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας της λειτουργίας των συμβουλίων των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ (βλ. σχετικές αναρτήσεις 1, 2 ) και εξέθεσα την δική μου προέγγιση για το θέμα την περίοδο του σχεδιασμού του νόμου (βλ. σχετική ανάρτηση).
Μια άλλη πτυχή του νόμου του 2012 που εκτιμώ ότι δεν εξελίχθη όπως είχε σχεδιασθεί, αρχικά με την κατάθεση του νόμου και στην συνέχεια με τις τροποιήσεις του και την εφαρμογή του, είναι οι εκλογές και προαγωγές καθηγητών.
Στον σχεδιασμό μου, η λογική ήταν ότι ο νομοθέτης δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην συγγραφή των προδιαγραφών για την εκλογή ή την εξέλιξη των καθηγητών. Αυτό θά έπρεπε να είναι εσωτερικό θέμα των ιδρυμάτων γιατί έχει ακαδημαϊκά και όχι πολιτικά χαρακτηριστικά. Ούτε επιτρέπεται για όλα τα πανεπιστήμια και όλες τις επιστημονικές περιοχές να υφίστανται ομοιόμορφα κριτήρια καθορισμένα κεντρικά.
Επίσης, επεδίωκα οι εκλογές και προαγωγές να γίνονται με την μεγαλύτερη δυνατή εξωστρέφεια με διεθνείς προδιαγραφές, ώστε το ελληνικό πανεπιστήμιο να βρει την θέση του στον διεθνή ανταγωνισμό και να μην περιχαρακώνεται στα ελληνικά σύνορα. Γι΄αυτό επέμενα στην συμμετοχή εκλεκτόρων από το εξωτερικό, την απαίτηση συστατικών επιστολών από το εξωτερικό κλπ.
Αυτό, εν μέρει μόνο, αποτυπώθηκε στον νόμο. Οι διαδικασίες προσαρμόσθηκαν για μια ακόμα φορά στην «ελληνική πραγματικότητα». Οι εκλέκτορες από το εξωτερικό περιορίσθηκαν μόνο σε καθηγητές ελληνικής καταγωγής, οι συστατικές επιστολές δεν είναι εμπιστευτικές ώστε να προστατεύονται οι συγγραφείς τους. Σε ορισμένα μάλιστα πανεπιστήμια απαιτείται η επίσημη μετάφρασή τους στα ελληνικά (!) (αν είναι γραμμένες στα αγγλικά) κλπ.
Επιπροσθέτως, για μια ακόμα φορά, η εφαρμογή και αυτού ακόμα του νόμου με την μορφή που ψηφίσθηκε, αποδείχθηκε κατώτερη από τις προσδοκίες. Τα πανεπιστήμια δεν προχώρησαν στην διαμόρφωση των απαιτούμενων προδιαγραφών και έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις, ισχυρές παρέες των ελληνικών πανεπιστημίων συνεπικουρούμενες από προθύμους έλληνες καθηγητές του εξωτερικού εξακολουθούν να καθορίζουν το μέλλον των νέων επιστημόνων με όχι αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια.
Στην συνέχεια, καταγράφω ορισμένες σκέψεις ως καθηγητής και όχι ως πρώην υπουργός, για το πώς έβλεπα και βλέπω τις εσωτερικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται στις εκλογές καθηγητών.
Οι ακαδημαϊκές μονάδες (τμήματα, σχολές, πανεπιστήμια) είναι χρήσιμο να έχουν διαμορφώσει γενικούς κανόνες για τις διαδικασίες εξέλιξης και εκλογής καθηγητών.
Η νομοθεσία προβλέπει τα ίδια κριτήρια για τις εξελίξεις και για τις εκλογές σε νέες θέσεις μια και οι προαγωγές μπορούν να γίνουν μόνο μέσω ανοικτής προκήρυξης. Τα στατιστικά στοιχεία όμως δείχνουν ότι το 99% των προκηρύξεων που προέρχονται από αίτηση μελών ΔΕΠ για εξέλιξη στην επόμενη βαθμίδα δεν έχουν υποψήφιο άλλον από τον ενδιαφερόμενο. Είναι επομένως χρήσιμο να υπάρχουν διαφορετικά εσωτερικά κριτήρια για τις διαδικασίες εξέλιξης από αυτά για τις διαδικασίες εκλογής σε νέες θέσεις.
Επειδή όπως φαίνεται θα περάσουν χρόνια για να προκηρυχθούν νέες θέσεις, θα επικεντρωθώ στα σχετικά με τις εξελίξεις (θα επανέλθω για τις νέες θέσεις σε άλλο κείμενο).
Οι διαδικασίες για εξέλιξη πρέπει να διασφαλίζουν κατ’ αρχήν ότι:
1. Είναι αντικειμενικές, αξιοκρατικές και δεν επηρεάζονται από τις σχέσεις μεταξύ του υπηρετούντος προσωπικού. Αυτός είναι και ο λόγος που υποστήριζα διαχρονικά ότι για την λήψη απόφασης εξέλιξης δεν θα πρέπει να συμμετέχουν μέλη ΔΕΠ του τμήματος. Ολα τα μέλη ΔΕΠ του τμήματος όμως –ανεξαρτήτως βαθμίδας- πρέπει οπωσδήποτε να διατυπώνουν την άποψή τους, η οποία να τίθεται υπ’ όψη των εκλεκτόρων και –κυρίως- να θέτουν τα γενικά κριτήρια εξέλιξης, μέσω των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, τα οποία θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα από το πρόσωπο που κάθε φορά κρίνεται.
2. Το υπό εξέλιξη μέλος ΔΕΠ θα πρέπει να έχει προσόντα που να ενισχύουν την γενικότερη ακαδημαϊκή εικόνα του τμήματος.
3. Δεν θα πρέπει να τίθενται κριτήρια à la carte, που δεν είχαν τεθεί και εφαρμοσθεί σε προηγούμενες κρίσεις, λίγο πριν από την κρίση μέλους ΔΕΠ για εξέλιξη, όσο λογικά και αν είναι αυτά και αποδεκτά στην διεθνή επιστημονική κοινότητα. Και ακόμα περισσότερο, κριτήρια τα οποία επιλέγονται επειδή είναι διαμορφωμένα με τρόπο ώστε το συγκεκριμένο μέλος ΔΕΠ να μην τα ικανοποιεί, προκειμένου αυτό να αποκλεισθεί από την περαιτέρω ανέλιξή του. Ούτε θα πρέπει τα εσωτερικά μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων αυθαιρέτως να χρησιμοποιούν δικά τους κριτήρια, ανεξάρτητα από αυτά που θα ορίσει το τμήμα. Δεν θα πρέπει επίσης ο κάθε εξωτερικός εκλέκτορας να χρησιμοποιεί δικά του κριτήρια ή τα κριτήρια του πανεπιστημίου του. Ο υποψήφιος κρίνεται για το συγκεκριμένο τμήμα και όχι για το τμήμα κάποιου από τους εκλέκτορες. Η σύγκριση βέβαια του υποψηφίου με υπηρετούντες σε άλλα τμήματα –ιδίως του εξωτερικού- είναι χρήσιμη προκειμένου να διαμορφώνεται –και να επικαιροποιείται- το κριτήριο 9 που ακολουθεί.
4. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η προαγωγή εναποτίθεται κυρίως στους εξωτερικούς εκλέκτορες όχι γιατί τα μέλη του τμήματος δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν, αλλά γιατί οι εξωτερικοί εκλέκτορες παρέχουν μεγαλύτερα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο όταν κανείς συνεργάζεται επί πολλά έτη με τον υποψήφιο στο ίδιο τμήμα). Θα πρέπει όμως οι εξωτερικοί εκλέκτορες να κρίνουν με βάση τα κριτήρια του τμήματος και όχι με βάση τα κριτήρια που ισχύουν στο δικό τους τμήμα.
5. Οι όποιες νέες απαιτήσεις και κριτήρια τίθενται για προαγωγή από μια βαθμίδα σε άλλη θα πρέπει να εφαρμόζονται μετά από εύλογο χρόνο (π.χ. μετά από μια πενταετία), ώστε τα υπό εξέλιξη μέλη ΔΕΠ να έχουν τον χρόνο να ανταποκριθούν σε αυτά. (Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο μέσος χρόνος που απαιτήθηκε για να προαχθούν όσοι ευρίσκονται στην βαθμίδα στην οποία επιθυμεί να προαχθεί ο ενδιαφερόμενος). Σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται κατά την διάρκεια της εκλογής να ζητούνται από τους υποψηφίους προσόντα, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως εκλεγέντες στις θέσεις αυτές στο πρόσφατο παρελθόν. Ετσι και θα προστατεύεται ο υποψήφιος από το nitpicking και θα εμποδίζονται ανεξήγητες διακυμάνσεις στην αυστηρότητα των κριτηρίων προαγωγής, διασφαλίζοντας συνεπακόλουθα ένα minimum standard στο τμήμα στην συγκεκριμένη βαθμίδα.
6. Όσα προσόντα προστίθενται, τα οποία μέχρι την στιγμή της κρίσης δεν είχαν απαιτηθεί από προηγούμενους υποψηφίους, θα απαιτούνται από τους υποψηφίους μόνο εφ’ όσον έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος από την σχετική απόφαση υιοθέτησής τους από το τμήμα. Κάποια από αυτά είναι καλό να τίθενται με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον πενταετίας (όπως, για παράδειγμα, δημοσιεύσεις σε περιοδικά πρώτης ποιότητας του στενού ερευνητικού ενδιαφέροντος του υποψηφίου, επίβλεψη από τον υποψήφιο διδακτορικών διατριβών που έχουν ολοκληρωθεί, ο υποψήφιος να έχει εργασθεί σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού για εύλογο χρονικό διάστημα (έστω και ως επισκέπτης καθηγητής) εφ’ όσον οι σπουδές του και η εκλογή του έχει γίνει στο ίδρυμα κ.λ.π.). Ο χρονικός ορίζοντας δηλαδή στον οποίο θα απαιτούνται τα προσόντα αυτά, θα πρέπει να είναι επαρκής για να αποκτηθούν από την στιγμή που θα έχουν υιοθετηθεί ως απαραίτητα.
7. Οι υποψήφιοι για προαγωγή, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να αλλάξουν ριζικά το επίπεδο ενός τμήματος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την πλήρωση νέων θέσεων όπου και τα κριτήρια επιλογής μπορούν και πρέπει να είναι εξαιρετικά αυστηρά. Αυτό όμως που είναι εφικτό -και πρέπει να επιδιώκεται- είναι οι υπό εξέλιξη στην επόμενη βαθμίδα να πρέπει να έχουν προσόντα τουλάχιστον αντίστοιχα με τον μέσο όρο αυτών που είχαν όσοι έχουν εξελιχθεί πριν από αυτούς στην συγκεκριμένη βαθμίδα. (π.χ. οι πέντε τελευταίοι προαχθέντες). Για να διευκολύνονται οι εκλέκτορες στο έργο τους στο θέμα αυτό, θα πρέπει τα βιογραφικά των εκλογών προηγουμένως προαχθέντων στην συγκεκριμένη βαθμίδα -όπως είχαν κατατεθεί για την κρίση στην βαθμίδα αυτή και σε ένα standard format που να επιτρέπει συγκρίσεις- αλλά και τα πρακτικά των εκλογών, να είναι διαθέσιμα σε ιστοσελίδα στην οποία οι εκλέκτορες θα έχουν πρόσβαση.
8. Έμφαση θα πρέπει να δίνεται στις απόψεις καταξιωμένων ακαδημαϊκών από το εξωτερικό (κατά προτίμηση, όχι ελληνικής καταγωγής για να αποφεύγονται φαινόμενα δημιουργίας «ελληνικών δικτύων»), με επιστημονικό έργο στο συγκεκριμένο αντικείμενο που θεραπεύει ο υποψήφιος. Η ανάγκη για έμφαση στις απόψεις αυτές δεν οφείλεται στο ότι οι Έλληνες πανεπιστημιακοί δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν. Οι επιστήμονες από το εξωτερικό όμως, που δεν έχουν προσωπικές ή «εθνικές» σχέσεις με τον υποψήφιο, διαθέτουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα εχέγγυα αμεροληψίας. Η έμφαση στην γνώμη τους δηλαδή, δεν έχει την έννοια του αποκλεισμού απόψεων των μελών ΔΕΠ του τμήματος, αλλά αυτήν της έκφρασης άποψης καταξιωμένων καθηγητών με αμερόληπτη κρίση για το κατά πόσον ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει το τμήμα.
9. Για να διευκολύνεται η διατύπωση άποψης από τους ξένους επιστήμονες, θα πρέπει το τμήμα να καθορίσει το επίπεδο, στο οποίο αυτή την στιγμή ανήκει σε σχέση με αντίστοιχα τμήματα του εξωτερικού και εκείνο στο οποίο επιδιώκει να βρίσκεται στην επόμενη πενταετία. Αυτό γιατί η όποια αξιολόγηση ενός επιστήμονα -όσον αφορά την καταλληλότητά του για την κατάληψη μίας θέσης- δεν γίνεται εν κενώ, αλλά εξαρτάται από τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί στο τμήμα στο οποίο υπηρετεί. Κάποιος μπορεί να είναι κατάλληλος για ένα τμήμα Οικονομικών στο Lancaster, στο ΟΠΑ ή στις Βρυξέλλες, αλλά ακατάλληλος για ένα τμήμα Στατιστικής στο Stanford, στο Berkeley ή στο Harvard.
10. Οι εξελίξεις στην επόμενη βαθμίδα δεν μπορεί να γίνονται επ’ ουδενί για ανθρωπιστικούς ή κοινωνικούς λόγους, ούτε βέβαια να εμποδίζονται από κακές σχέσεις του υποψηφίου με κάποιον –ή κάποιους- καθηγητές.
11. Τα μητρώα εκλεκτόρων θα πρέπει να επικαιροποιούνται διαρκώς με επιστήμονες, οι οποίοι πληρούν τις ακαδημαϊκές προϋποθέσεις και όχι ανα διετία.
12. Στο εκλεκτορικό σώμα για εξέλιξη μέλους ΔΕΠ του τμήματος, θα πρέπει, κατά την διαδικασία της εκλογής, να μεταφέρεται η άποψη του συνόλου των υπολοίπων μελών ΔΕΠ του τμήματος για τον υποψήφιο. Αυτό έχουν και την (ηθική) υποχρέωση να κάνουν και όποια μέλη ΔΕΠ του τμήματος συμμετέχουν (αν συμμετέχουν) στο εκλεκτορικό σώμα. Για να γίνει αυτό θεσμικά, ο Κοσμήτορας της σχολής θα πρέπει να συγκεντρώνει εμπιστευτικά τις απόψεις των μελών ΔΕΠ του τμήματος και να τις θέτει –επίσης εμπιστευτικά- υπ’ όψη των εκλεκτόρων κατά την διάρκεια ή πριν από την διαδικασία κρίσης.
13. Στην διαδικασία κρίσης, θα πρέπει να είναι σαφές ότι ο ενδιαφερόμενος κρίνεται με βάση την επιστημονική δραστηριότητα την οποία έχει αναπτύξει στον τομέα που δραστηριοποιείται. Με την έννοια αυτή τόσο οι εκλέκτορες, όσο και κυρίως οι επιστήμονες από τους οποίους ζητούνται συστατικές επιστολές, πρέπει να έχουν δημοσιεύσει σημαντικό έργο στο ίδιο επιστημονικό πεδίο με αυτές του ενδιαφερομένου και σε περιοδικά της ίδιας επιστημονικής περιοχής. Αν επομένως, ο υποψήφιος εργάζεται στον τομέα της Δημογραφίας ή των Ασφαλιστικών Επιστημών, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με αυτούς των οποίων η γνώμη ζητείται μέσω συστατικής επιστολής. Αυτό γιατί, αν μεν ο υποψήφιος συνεχίζει να εργάζεται στον τομέα που πάντα εργαζόταν, δεν είναι δυνατόν αυτός ο τομέας να ήταν κατάλληλος και αποδεκτός όταν εξελέγη αρχικά, αλλά πλέον να μην είναι. Το κριτήριο του αν το ερευνητικό πεδίο που δραστηριοποιείται ο υποψήφιος είναι κατάλληλο, έχει βάση και λογική όταν πρόκειται για εκλογή σε νέα θέση και όχι σε κρίσεις για εξέλιξη. Το θέμα είναι: στον τομέα που δραστηριοποιείται, είναι κατάλληλο το μέλος ΔΕΠ για εξέλιξη ή όχι; Αν πάλι το μέλος ΔΕΠ έχει αλλάξει τομέα δραστηριότητας, αλλά παραμένει εντός του ευρύτερου γνωστικού αντικειμένου του τμήματος, αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ακαδημαϊκής ελευθερίας της έρευνας – και θα πρέπει να κριθεί όχι με βάση το πόσο κοντά έμεινε στο αρχικό αντικείμενο, αλλά το πόσο ποιοτική είναι η δουλειά του, είτε στο παλιό είτε στο νέο.
14. Οι υποψήφιοι είναι καλό να μην ζητούν συστατικές επιστολές από τα μέλη ΔΕΠ του τμήματος στο οποίο ανήκουν. Η γνώμη των τελευταίων είναι εξαιρετικά σημαντική για την εξέλιξη ενός μέλους ΔΕΠ, όπως προαναφέρθηκε, αλλά θα πρέπει να έχει διατυπωθεί στον Κοσμήτορα. Οι συστατικές επιστολές είναι καλό να προέρχονται από άτομα εκτός του πανεπιστημίου και κατά προτίμηση εκτός της χώρας.
15. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να προτείνουν για συστατικές επιστολές επιστήμονες από το εξωτερικό που έχουν ερευνητική δραστηριότητα στην ίδια επιστημονική περιοχή με αυτούς και να είναι καταξιωμένοι. Η άποψη ότι αυτό δεν προβλέπεται από τον νόμο είναι κατά την γνώμη λανθασμένη. Ακόμη όμως και εάν αυτό συμβαίνει, κανείς δεν αφαιρεί από τον Κοσμήτορα ή την επιτροπή την ευχέρεια να ζητήσει γνώμη από τέτοιους επιστήμονες, την οποία θα λάβει υπ’ όψη της για την κρίση. Οι επιστολές αυτές βέβαια δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, προκειμένου οι συγγραφείς τους να αισθάνονται την άνεση να διατυπώσουν την ειλικρινή τους άποψη. Οι επιστολές θα συγκεντρώνονται από τον Κοσμήτορα και θα είναι στην διάθεση των μελών του εκλεκτορικού σώματος να τις μελετήσουν είτε με επίσκεψη στο γραφείο του Κοσμήτορα, είτε επικοινωνώντας μαζί του, χωρίς όμως να τους χορηγείται αντίγραφό τους. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχουν συστατικές επιστολές που θα επισυναφθούν στα πρακτικά, θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων οι επιστήμονες από τους οποίους ζητούνται, ότι αυτές θα είναι δημόσια διαθέσιμες και δεν θα είναι εμπιστευτικές.
16. Η απόδοση στα διδακτικά καθήκοντα του υποψηφίου θα πρέπει να λαμβάνεται ουσιαστικά υπ’ όψη κατά την κρίση. Δεν θα πρέπει απλά να γίνεται αναφορά σε αυτήν κατά την συζήτηση και στην τελική κρίση να αγνοείται. Καλώς ή κακώς, στην Ελλάδα η διδασκαλία έχει θέση εξαιρετικά σημαντική, περισσότερο από κάποια από τα κορυφαία, πρωτίστως ερευνητικά, πανεπιστήμια.
17. Για θετική κρίση, θα πρέπει να στοιχειοθετείται μία επαρκής πρόοδος ερευνητικά σε σχέση με την περίοδο τελευταίας ανέλιξης ή εκλογής του υποψηφίου.
18. Η ώρα που θα καθορίζεται η συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι όλοι οι εκλέκτορες που θα συμμετέχουν με τηλεδιάσκεψη θα μπορούν να το κάνουν. Αν η σύνδεση με εκλέκτορα, ιδίως από το εξωτερικό, αποτύχει για τεχνικούς λόγους την ημέρα της κρίσης, η διαδικασία θα πρέπει να αναβάλλεται.
19. Μεταξύ των θεμάτων που θα πρέπει να διευκρινίσουν τα κριτήρια που θα τεθούν είναι και τα εξής:
α) Ερευνητική αυτοδυναμία: Αυτή δεν προκύπτει μόνο από εργασίες με μοναδικό συγγραφέα τον υποψήφιο. Προκύπτει και εμμέσως, αν υπάρχουν εργασίες που ο υποψήφιος έχει εκπονήσει με φοιτητές του ή με σαφώς νεώτερους επιστήμονες. Έλλειψη αυτοδυναμίας υφίσταται αν στην πλειοψηφία των εργασιών του ο υποψήφιος είναι junior author.
β) Ποιότητα της ερευνητικής δραστηριότητας του υποψηφίου: Τα κριτήρια μπορούν να τεθούν σε γενικές γραμμές από το τμήμα, αλλά δεν πρέπει να ειναι πολύ συγκεκριμένα, ώστε να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Ούτε όμως πρέπει να είναι τόσο ασαφή που να επιτρέπουν στα μέλη του εκλεκτορικού σώματος να τα ερμηνεύουν κατά το δοκούν.
γ) Ερευνητικό mentoring: Από τα σημαντικότερα προσόντα που θα πρέπει να έχουν οι καταλαμβάνοντες θέσεις στις δύο ανώτερες βαθμίδες, ιδίως στην πρώτη. Μια από τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις ενός καθηγητή πανεπιστημίου είναι να μεταδίδει την πείρα και ικανότητά του για παραγωγή νέας γνώσης. Ο συνήθης τρόπος που αυτό τεκμηριώνεται διεθνώς είναι με την επίβλεψη διδακτορικών διατριβών.
Στις περισσότερες ανεπτυγμένες -ή αναπτυσσόμενες- χώρες οι νέοι διδάκτορες είναι εξαιρετικά χρήσιμοι. Κυρίως για να ανανεώνουν το δυναμικό των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, αλλά και (δευτερευόντως) για να ενισχύουν την βιομηχανία της χώρας. Αυτός είναι και ο λόγος που απαιτείται από τους καθηγητές πανεπιστημίου να επιβλέπουν την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών -αφού είναι και οι μόνοι που έχουν την ικανότητα να το κάνουν.
Δυστυχώς, η χώρα μας δεν έχει ανάγκη πολλών διδακτόρων. Οι νέες θέσεις στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα είναι ανύπαρκτες, ενώ η βιομηχανία μας δεν προωθεί την καινοτομία σε επίπεδο που να απαιτεί τις γνώσεις και τα προσόντα διδακτόρων. Έτσι, η προϋπόθεση επίβλεψης διδακτόρων κινδυνεύει να έχει ως μοναδικό στόχο την απόκτηση των απαραιτήτων «τυπικών» προσόντων από τους ενδιαφερόμενους για προαγωγή, αγνοώντας πλήρως τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης των μελλοντικών διδακτόρων. Αυτό είναι ανήθικο για τους τελευταίους. Τα τμήματα θα πρέπει να εγγράφουν υποψήφιους διδάκτορες μόνο εφ’ όσον έχει εξασφαλισθεί η πλήρης χρηματοδότηση των σπουδών τους για 3-4 χρόνια. Μόνο έτσι ο υποψήφιος διδάκτωρ θα μπορεί να αφοσιωθεί στον δύσκολο στόχο του και να έχει ελπίδες μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης.
Επειδή όμως η μετάδοση ικανότητας παραγωγής νέας γνώσης είναι απαραίτητο προσόν για την εξέλιξη σε πανεπιστημιακές θέσεις, θα πρέπει τα μέλη ΔΕΠ να ωθούνται στο να παράγουν νέους ερευνητές σε επίπεδο μάστερ (μέσω της διατριβής), ακόμα όμως και σε προπτυχιακό επίπεδο, μέσω εργασιών. (Η έρευνα σε προπτυχιακό επίπεδο είναι μια νέα διεθνής τάση της τελευταίας δεκαετίας και στην χώρα μας υπάρχουν εξαιρετικές προοπτικές υλοποίησής της λόγω της ποιότητας πολλών φοιτητών).
Είναι αυτονόητο ότι οι σκέψεις αυτές μπορούν να βελτιωθούν, επεκταθούν, διορθωθούν μετά από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.
Μια άλλη πτυχή του νόμου του 2012 που εκτιμώ ότι δεν εξελίχθη όπως είχε σχεδιασθεί, αρχικά με την κατάθεση του νόμου και στην συνέχεια με τις τροποιήσεις του και την εφαρμογή του, είναι οι εκλογές και προαγωγές καθηγητών.
Στον σχεδιασμό μου, η λογική ήταν ότι ο νομοθέτης δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην συγγραφή των προδιαγραφών για την εκλογή ή την εξέλιξη των καθηγητών. Αυτό θά έπρεπε να είναι εσωτερικό θέμα των ιδρυμάτων γιατί έχει ακαδημαϊκά και όχι πολιτικά χαρακτηριστικά. Ούτε επιτρέπεται για όλα τα πανεπιστήμια και όλες τις επιστημονικές περιοχές να υφίστανται ομοιόμορφα κριτήρια καθορισμένα κεντρικά.
Επίσης, επεδίωκα οι εκλογές και προαγωγές να γίνονται με την μεγαλύτερη δυνατή εξωστρέφεια με διεθνείς προδιαγραφές, ώστε το ελληνικό πανεπιστήμιο να βρει την θέση του στον διεθνή ανταγωνισμό και να μην περιχαρακώνεται στα ελληνικά σύνορα. Γι΄αυτό επέμενα στην συμμετοχή εκλεκτόρων από το εξωτερικό, την απαίτηση συστατικών επιστολών από το εξωτερικό κλπ.
Αυτό, εν μέρει μόνο, αποτυπώθηκε στον νόμο. Οι διαδικασίες προσαρμόσθηκαν για μια ακόμα φορά στην «ελληνική πραγματικότητα». Οι εκλέκτορες από το εξωτερικό περιορίσθηκαν μόνο σε καθηγητές ελληνικής καταγωγής, οι συστατικές επιστολές δεν είναι εμπιστευτικές ώστε να προστατεύονται οι συγγραφείς τους. Σε ορισμένα μάλιστα πανεπιστήμια απαιτείται η επίσημη μετάφρασή τους στα ελληνικά (!) (αν είναι γραμμένες στα αγγλικά) κλπ.
Επιπροσθέτως, για μια ακόμα φορά, η εφαρμογή και αυτού ακόμα του νόμου με την μορφή που ψηφίσθηκε, αποδείχθηκε κατώτερη από τις προσδοκίες. Τα πανεπιστήμια δεν προχώρησαν στην διαμόρφωση των απαιτούμενων προδιαγραφών και έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις, ισχυρές παρέες των ελληνικών πανεπιστημίων συνεπικουρούμενες από προθύμους έλληνες καθηγητές του εξωτερικού εξακολουθούν να καθορίζουν το μέλλον των νέων επιστημόνων με όχι αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια.
Στην συνέχεια, καταγράφω ορισμένες σκέψεις ως καθηγητής και όχι ως πρώην υπουργός, για το πώς έβλεπα και βλέπω τις εσωτερικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται στις εκλογές καθηγητών.
Οι ακαδημαϊκές μονάδες (τμήματα, σχολές, πανεπιστήμια) είναι χρήσιμο να έχουν διαμορφώσει γενικούς κανόνες για τις διαδικασίες εξέλιξης και εκλογής καθηγητών.
Η νομοθεσία προβλέπει τα ίδια κριτήρια για τις εξελίξεις και για τις εκλογές σε νέες θέσεις μια και οι προαγωγές μπορούν να γίνουν μόνο μέσω ανοικτής προκήρυξης. Τα στατιστικά στοιχεία όμως δείχνουν ότι το 99% των προκηρύξεων που προέρχονται από αίτηση μελών ΔΕΠ για εξέλιξη στην επόμενη βαθμίδα δεν έχουν υποψήφιο άλλον από τον ενδιαφερόμενο. Είναι επομένως χρήσιμο να υπάρχουν διαφορετικά εσωτερικά κριτήρια για τις διαδικασίες εξέλιξης από αυτά για τις διαδικασίες εκλογής σε νέες θέσεις.
Επειδή όπως φαίνεται θα περάσουν χρόνια για να προκηρυχθούν νέες θέσεις, θα επικεντρωθώ στα σχετικά με τις εξελίξεις (θα επανέλθω για τις νέες θέσεις σε άλλο κείμενο).
Οι διαδικασίες για εξέλιξη πρέπει να διασφαλίζουν κατ’ αρχήν ότι:
1. Είναι αντικειμενικές, αξιοκρατικές και δεν επηρεάζονται από τις σχέσεις μεταξύ του υπηρετούντος προσωπικού. Αυτός είναι και ο λόγος που υποστήριζα διαχρονικά ότι για την λήψη απόφασης εξέλιξης δεν θα πρέπει να συμμετέχουν μέλη ΔΕΠ του τμήματος. Ολα τα μέλη ΔΕΠ του τμήματος όμως –ανεξαρτήτως βαθμίδας- πρέπει οπωσδήποτε να διατυπώνουν την άποψή τους, η οποία να τίθεται υπ’ όψη των εκλεκτόρων και –κυρίως- να θέτουν τα γενικά κριτήρια εξέλιξης, μέσω των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, τα οποία θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα από το πρόσωπο που κάθε φορά κρίνεται.
2. Το υπό εξέλιξη μέλος ΔΕΠ θα πρέπει να έχει προσόντα που να ενισχύουν την γενικότερη ακαδημαϊκή εικόνα του τμήματος.
3. Δεν θα πρέπει να τίθενται κριτήρια à la carte, που δεν είχαν τεθεί και εφαρμοσθεί σε προηγούμενες κρίσεις, λίγο πριν από την κρίση μέλους ΔΕΠ για εξέλιξη, όσο λογικά και αν είναι αυτά και αποδεκτά στην διεθνή επιστημονική κοινότητα. Και ακόμα περισσότερο, κριτήρια τα οποία επιλέγονται επειδή είναι διαμορφωμένα με τρόπο ώστε το συγκεκριμένο μέλος ΔΕΠ να μην τα ικανοποιεί, προκειμένου αυτό να αποκλεισθεί από την περαιτέρω ανέλιξή του. Ούτε θα πρέπει τα εσωτερικά μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων αυθαιρέτως να χρησιμοποιούν δικά τους κριτήρια, ανεξάρτητα από αυτά που θα ορίσει το τμήμα. Δεν θα πρέπει επίσης ο κάθε εξωτερικός εκλέκτορας να χρησιμοποιεί δικά του κριτήρια ή τα κριτήρια του πανεπιστημίου του. Ο υποψήφιος κρίνεται για το συγκεκριμένο τμήμα και όχι για το τμήμα κάποιου από τους εκλέκτορες. Η σύγκριση βέβαια του υποψηφίου με υπηρετούντες σε άλλα τμήματα –ιδίως του εξωτερικού- είναι χρήσιμη προκειμένου να διαμορφώνεται –και να επικαιροποιείται- το κριτήριο 9 που ακολουθεί.
4. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η προαγωγή εναποτίθεται κυρίως στους εξωτερικούς εκλέκτορες όχι γιατί τα μέλη του τμήματος δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν, αλλά γιατί οι εξωτερικοί εκλέκτορες παρέχουν μεγαλύτερα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο όταν κανείς συνεργάζεται επί πολλά έτη με τον υποψήφιο στο ίδιο τμήμα). Θα πρέπει όμως οι εξωτερικοί εκλέκτορες να κρίνουν με βάση τα κριτήρια του τμήματος και όχι με βάση τα κριτήρια που ισχύουν στο δικό τους τμήμα.
5. Οι όποιες νέες απαιτήσεις και κριτήρια τίθενται για προαγωγή από μια βαθμίδα σε άλλη θα πρέπει να εφαρμόζονται μετά από εύλογο χρόνο (π.χ. μετά από μια πενταετία), ώστε τα υπό εξέλιξη μέλη ΔΕΠ να έχουν τον χρόνο να ανταποκριθούν σε αυτά. (Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο μέσος χρόνος που απαιτήθηκε για να προαχθούν όσοι ευρίσκονται στην βαθμίδα στην οποία επιθυμεί να προαχθεί ο ενδιαφερόμενος). Σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται κατά την διάρκεια της εκλογής να ζητούνται από τους υποψηφίους προσόντα, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως εκλεγέντες στις θέσεις αυτές στο πρόσφατο παρελθόν. Ετσι και θα προστατεύεται ο υποψήφιος από το nitpicking και θα εμποδίζονται ανεξήγητες διακυμάνσεις στην αυστηρότητα των κριτηρίων προαγωγής, διασφαλίζοντας συνεπακόλουθα ένα minimum standard στο τμήμα στην συγκεκριμένη βαθμίδα.
6. Όσα προσόντα προστίθενται, τα οποία μέχρι την στιγμή της κρίσης δεν είχαν απαιτηθεί από προηγούμενους υποψηφίους, θα απαιτούνται από τους υποψηφίους μόνο εφ’ όσον έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος από την σχετική απόφαση υιοθέτησής τους από το τμήμα. Κάποια από αυτά είναι καλό να τίθενται με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον πενταετίας (όπως, για παράδειγμα, δημοσιεύσεις σε περιοδικά πρώτης ποιότητας του στενού ερευνητικού ενδιαφέροντος του υποψηφίου, επίβλεψη από τον υποψήφιο διδακτορικών διατριβών που έχουν ολοκληρωθεί, ο υποψήφιος να έχει εργασθεί σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού για εύλογο χρονικό διάστημα (έστω και ως επισκέπτης καθηγητής) εφ’ όσον οι σπουδές του και η εκλογή του έχει γίνει στο ίδρυμα κ.λ.π.). Ο χρονικός ορίζοντας δηλαδή στον οποίο θα απαιτούνται τα προσόντα αυτά, θα πρέπει να είναι επαρκής για να αποκτηθούν από την στιγμή που θα έχουν υιοθετηθεί ως απαραίτητα.
7. Οι υποψήφιοι για προαγωγή, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να αλλάξουν ριζικά το επίπεδο ενός τμήματος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την πλήρωση νέων θέσεων όπου και τα κριτήρια επιλογής μπορούν και πρέπει να είναι εξαιρετικά αυστηρά. Αυτό όμως που είναι εφικτό -και πρέπει να επιδιώκεται- είναι οι υπό εξέλιξη στην επόμενη βαθμίδα να πρέπει να έχουν προσόντα τουλάχιστον αντίστοιχα με τον μέσο όρο αυτών που είχαν όσοι έχουν εξελιχθεί πριν από αυτούς στην συγκεκριμένη βαθμίδα. (π.χ. οι πέντε τελευταίοι προαχθέντες). Για να διευκολύνονται οι εκλέκτορες στο έργο τους στο θέμα αυτό, θα πρέπει τα βιογραφικά των εκλογών προηγουμένως προαχθέντων στην συγκεκριμένη βαθμίδα -όπως είχαν κατατεθεί για την κρίση στην βαθμίδα αυτή και σε ένα standard format που να επιτρέπει συγκρίσεις- αλλά και τα πρακτικά των εκλογών, να είναι διαθέσιμα σε ιστοσελίδα στην οποία οι εκλέκτορες θα έχουν πρόσβαση.
8. Έμφαση θα πρέπει να δίνεται στις απόψεις καταξιωμένων ακαδημαϊκών από το εξωτερικό (κατά προτίμηση, όχι ελληνικής καταγωγής για να αποφεύγονται φαινόμενα δημιουργίας «ελληνικών δικτύων»), με επιστημονικό έργο στο συγκεκριμένο αντικείμενο που θεραπεύει ο υποψήφιος. Η ανάγκη για έμφαση στις απόψεις αυτές δεν οφείλεται στο ότι οι Έλληνες πανεπιστημιακοί δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν. Οι επιστήμονες από το εξωτερικό όμως, που δεν έχουν προσωπικές ή «εθνικές» σχέσεις με τον υποψήφιο, διαθέτουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα εχέγγυα αμεροληψίας. Η έμφαση στην γνώμη τους δηλαδή, δεν έχει την έννοια του αποκλεισμού απόψεων των μελών ΔΕΠ του τμήματος, αλλά αυτήν της έκφρασης άποψης καταξιωμένων καθηγητών με αμερόληπτη κρίση για το κατά πόσον ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει το τμήμα.
9. Για να διευκολύνεται η διατύπωση άποψης από τους ξένους επιστήμονες, θα πρέπει το τμήμα να καθορίσει το επίπεδο, στο οποίο αυτή την στιγμή ανήκει σε σχέση με αντίστοιχα τμήματα του εξωτερικού και εκείνο στο οποίο επιδιώκει να βρίσκεται στην επόμενη πενταετία. Αυτό γιατί η όποια αξιολόγηση ενός επιστήμονα -όσον αφορά την καταλληλότητά του για την κατάληψη μίας θέσης- δεν γίνεται εν κενώ, αλλά εξαρτάται από τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί στο τμήμα στο οποίο υπηρετεί. Κάποιος μπορεί να είναι κατάλληλος για ένα τμήμα Οικονομικών στο Lancaster, στο ΟΠΑ ή στις Βρυξέλλες, αλλά ακατάλληλος για ένα τμήμα Στατιστικής στο Stanford, στο Berkeley ή στο Harvard.
10. Οι εξελίξεις στην επόμενη βαθμίδα δεν μπορεί να γίνονται επ’ ουδενί για ανθρωπιστικούς ή κοινωνικούς λόγους, ούτε βέβαια να εμποδίζονται από κακές σχέσεις του υποψηφίου με κάποιον –ή κάποιους- καθηγητές.
11. Τα μητρώα εκλεκτόρων θα πρέπει να επικαιροποιούνται διαρκώς με επιστήμονες, οι οποίοι πληρούν τις ακαδημαϊκές προϋποθέσεις και όχι ανα διετία.
12. Στο εκλεκτορικό σώμα για εξέλιξη μέλους ΔΕΠ του τμήματος, θα πρέπει, κατά την διαδικασία της εκλογής, να μεταφέρεται η άποψη του συνόλου των υπολοίπων μελών ΔΕΠ του τμήματος για τον υποψήφιο. Αυτό έχουν και την (ηθική) υποχρέωση να κάνουν και όποια μέλη ΔΕΠ του τμήματος συμμετέχουν (αν συμμετέχουν) στο εκλεκτορικό σώμα. Για να γίνει αυτό θεσμικά, ο Κοσμήτορας της σχολής θα πρέπει να συγκεντρώνει εμπιστευτικά τις απόψεις των μελών ΔΕΠ του τμήματος και να τις θέτει –επίσης εμπιστευτικά- υπ’ όψη των εκλεκτόρων κατά την διάρκεια ή πριν από την διαδικασία κρίσης.
13. Στην διαδικασία κρίσης, θα πρέπει να είναι σαφές ότι ο ενδιαφερόμενος κρίνεται με βάση την επιστημονική δραστηριότητα την οποία έχει αναπτύξει στον τομέα που δραστηριοποιείται. Με την έννοια αυτή τόσο οι εκλέκτορες, όσο και κυρίως οι επιστήμονες από τους οποίους ζητούνται συστατικές επιστολές, πρέπει να έχουν δημοσιεύσει σημαντικό έργο στο ίδιο επιστημονικό πεδίο με αυτές του ενδιαφερομένου και σε περιοδικά της ίδιας επιστημονικής περιοχής. Αν επομένως, ο υποψήφιος εργάζεται στον τομέα της Δημογραφίας ή των Ασφαλιστικών Επιστημών, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με αυτούς των οποίων η γνώμη ζητείται μέσω συστατικής επιστολής. Αυτό γιατί, αν μεν ο υποψήφιος συνεχίζει να εργάζεται στον τομέα που πάντα εργαζόταν, δεν είναι δυνατόν αυτός ο τομέας να ήταν κατάλληλος και αποδεκτός όταν εξελέγη αρχικά, αλλά πλέον να μην είναι. Το κριτήριο του αν το ερευνητικό πεδίο που δραστηριοποιείται ο υποψήφιος είναι κατάλληλο, έχει βάση και λογική όταν πρόκειται για εκλογή σε νέα θέση και όχι σε κρίσεις για εξέλιξη. Το θέμα είναι: στον τομέα που δραστηριοποιείται, είναι κατάλληλο το μέλος ΔΕΠ για εξέλιξη ή όχι; Αν πάλι το μέλος ΔΕΠ έχει αλλάξει τομέα δραστηριότητας, αλλά παραμένει εντός του ευρύτερου γνωστικού αντικειμένου του τμήματος, αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ακαδημαϊκής ελευθερίας της έρευνας – και θα πρέπει να κριθεί όχι με βάση το πόσο κοντά έμεινε στο αρχικό αντικείμενο, αλλά το πόσο ποιοτική είναι η δουλειά του, είτε στο παλιό είτε στο νέο.
14. Οι υποψήφιοι είναι καλό να μην ζητούν συστατικές επιστολές από τα μέλη ΔΕΠ του τμήματος στο οποίο ανήκουν. Η γνώμη των τελευταίων είναι εξαιρετικά σημαντική για την εξέλιξη ενός μέλους ΔΕΠ, όπως προαναφέρθηκε, αλλά θα πρέπει να έχει διατυπωθεί στον Κοσμήτορα. Οι συστατικές επιστολές είναι καλό να προέρχονται από άτομα εκτός του πανεπιστημίου και κατά προτίμηση εκτός της χώρας.
15. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να προτείνουν για συστατικές επιστολές επιστήμονες από το εξωτερικό που έχουν ερευνητική δραστηριότητα στην ίδια επιστημονική περιοχή με αυτούς και να είναι καταξιωμένοι. Η άποψη ότι αυτό δεν προβλέπεται από τον νόμο είναι κατά την γνώμη λανθασμένη. Ακόμη όμως και εάν αυτό συμβαίνει, κανείς δεν αφαιρεί από τον Κοσμήτορα ή την επιτροπή την ευχέρεια να ζητήσει γνώμη από τέτοιους επιστήμονες, την οποία θα λάβει υπ’ όψη της για την κρίση. Οι επιστολές αυτές βέβαια δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, προκειμένου οι συγγραφείς τους να αισθάνονται την άνεση να διατυπώσουν την ειλικρινή τους άποψη. Οι επιστολές θα συγκεντρώνονται από τον Κοσμήτορα και θα είναι στην διάθεση των μελών του εκλεκτορικού σώματος να τις μελετήσουν είτε με επίσκεψη στο γραφείο του Κοσμήτορα, είτε επικοινωνώντας μαζί του, χωρίς όμως να τους χορηγείται αντίγραφό τους. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχουν συστατικές επιστολές που θα επισυναφθούν στα πρακτικά, θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων οι επιστήμονες από τους οποίους ζητούνται, ότι αυτές θα είναι δημόσια διαθέσιμες και δεν θα είναι εμπιστευτικές.
16. Η απόδοση στα διδακτικά καθήκοντα του υποψηφίου θα πρέπει να λαμβάνεται ουσιαστικά υπ’ όψη κατά την κρίση. Δεν θα πρέπει απλά να γίνεται αναφορά σε αυτήν κατά την συζήτηση και στην τελική κρίση να αγνοείται. Καλώς ή κακώς, στην Ελλάδα η διδασκαλία έχει θέση εξαιρετικά σημαντική, περισσότερο από κάποια από τα κορυφαία, πρωτίστως ερευνητικά, πανεπιστήμια.
17. Για θετική κρίση, θα πρέπει να στοιχειοθετείται μία επαρκής πρόοδος ερευνητικά σε σχέση με την περίοδο τελευταίας ανέλιξης ή εκλογής του υποψηφίου.
18. Η ώρα που θα καθορίζεται η συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι όλοι οι εκλέκτορες που θα συμμετέχουν με τηλεδιάσκεψη θα μπορούν να το κάνουν. Αν η σύνδεση με εκλέκτορα, ιδίως από το εξωτερικό, αποτύχει για τεχνικούς λόγους την ημέρα της κρίσης, η διαδικασία θα πρέπει να αναβάλλεται.
19. Μεταξύ των θεμάτων που θα πρέπει να διευκρινίσουν τα κριτήρια που θα τεθούν είναι και τα εξής:
α) Ερευνητική αυτοδυναμία: Αυτή δεν προκύπτει μόνο από εργασίες με μοναδικό συγγραφέα τον υποψήφιο. Προκύπτει και εμμέσως, αν υπάρχουν εργασίες που ο υποψήφιος έχει εκπονήσει με φοιτητές του ή με σαφώς νεώτερους επιστήμονες. Έλλειψη αυτοδυναμίας υφίσταται αν στην πλειοψηφία των εργασιών του ο υποψήφιος είναι junior author.
β) Ποιότητα της ερευνητικής δραστηριότητας του υποψηφίου: Τα κριτήρια μπορούν να τεθούν σε γενικές γραμμές από το τμήμα, αλλά δεν πρέπει να ειναι πολύ συγκεκριμένα, ώστε να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Ούτε όμως πρέπει να είναι τόσο ασαφή που να επιτρέπουν στα μέλη του εκλεκτορικού σώματος να τα ερμηνεύουν κατά το δοκούν.
γ) Ερευνητικό mentoring: Από τα σημαντικότερα προσόντα που θα πρέπει να έχουν οι καταλαμβάνοντες θέσεις στις δύο ανώτερες βαθμίδες, ιδίως στην πρώτη. Μια από τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις ενός καθηγητή πανεπιστημίου είναι να μεταδίδει την πείρα και ικανότητά του για παραγωγή νέας γνώσης. Ο συνήθης τρόπος που αυτό τεκμηριώνεται διεθνώς είναι με την επίβλεψη διδακτορικών διατριβών.
Στις περισσότερες ανεπτυγμένες -ή αναπτυσσόμενες- χώρες οι νέοι διδάκτορες είναι εξαιρετικά χρήσιμοι. Κυρίως για να ανανεώνουν το δυναμικό των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, αλλά και (δευτερευόντως) για να ενισχύουν την βιομηχανία της χώρας. Αυτός είναι και ο λόγος που απαιτείται από τους καθηγητές πανεπιστημίου να επιβλέπουν την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών -αφού είναι και οι μόνοι που έχουν την ικανότητα να το κάνουν.
Δυστυχώς, η χώρα μας δεν έχει ανάγκη πολλών διδακτόρων. Οι νέες θέσεις στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα είναι ανύπαρκτες, ενώ η βιομηχανία μας δεν προωθεί την καινοτομία σε επίπεδο που να απαιτεί τις γνώσεις και τα προσόντα διδακτόρων. Έτσι, η προϋπόθεση επίβλεψης διδακτόρων κινδυνεύει να έχει ως μοναδικό στόχο την απόκτηση των απαραιτήτων «τυπικών» προσόντων από τους ενδιαφερόμενους για προαγωγή, αγνοώντας πλήρως τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης των μελλοντικών διδακτόρων. Αυτό είναι ανήθικο για τους τελευταίους. Τα τμήματα θα πρέπει να εγγράφουν υποψήφιους διδάκτορες μόνο εφ’ όσον έχει εξασφαλισθεί η πλήρης χρηματοδότηση των σπουδών τους για 3-4 χρόνια. Μόνο έτσι ο υποψήφιος διδάκτωρ θα μπορεί να αφοσιωθεί στον δύσκολο στόχο του και να έχει ελπίδες μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης.
Επειδή όμως η μετάδοση ικανότητας παραγωγής νέας γνώσης είναι απαραίτητο προσόν για την εξέλιξη σε πανεπιστημιακές θέσεις, θα πρέπει τα μέλη ΔΕΠ να ωθούνται στο να παράγουν νέους ερευνητές σε επίπεδο μάστερ (μέσω της διατριβής), ακόμα όμως και σε προπτυχιακό επίπεδο, μέσω εργασιών. (Η έρευνα σε προπτυχιακό επίπεδο είναι μια νέα διεθνής τάση της τελευταίας δεκαετίας και στην χώρα μας υπάρχουν εξαιρετικές προοπτικές υλοποίησής της λόγω της ποιότητας πολλών φοιτητών).
Είναι αυτονόητο ότι οι σκέψεις αυτές μπορούν να βελτιωθούν, επεκταθούν, διορθωθούν μετά από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.